8 Νοεμβρίου 2007

I 'm only sleeping


Έσκυψε και σήκωσε το μικρό, μακρόστενο κουτάκι με τα σπίρτα που γλύστρισε στο πάτωμα από δική της απροσεξία. Ασυναίσθητα άρχισε να μετράει τα δάχτυλα των χεριών της. Είναι 10;
Περίεργο...

Άνοιξε το κουτί και έκανε το ίδιο με τα σπίρτα. Λιγότερο από πέντε. Τα υπόλοιπα, καμμένα στην κεφαλή, πεθαίνουν στο τασάκι. Τουλάχιστον είναι όλα μαζί...

Το μπουκάλι πάνω στο τραπέζι έχει τη στάθμη του λίγο πιο κάτω απ' το μισό. Τρία ποτήρια παραδίπλα για να πίνει μια γουλιά από το καθένα. Αυτό το τελευταίο, απλά δική της παραξενιά.

Άνοιξε το στόμα της κι ελευθέρωσε τη λέξη "κοριτσάκι" που την καταπίεζε αρκετή ώρα. Υπόλειμμα μιας σχεδόν άοσμης πια ανάμνησης που, όπως τα κατοικίδια, βγήκε να πάρει αέρα, πάντα δεμένη από το λουρί. Που να φανταστεί η αφεντικίνα της ότι κατά τη διάρκεια της επιστροφής θα σφηνωθεί σε μια γωνιά του μπροστινού μέρους του μυαλού της και θα αρνείται πεισματικά να το κουνήσει.. Δηλαδή, για να είμαστε ακριβείς, να το φανταστεί μπορούσε και μάλιστα το έβρισκε και λογικό. Ήλπιζε, όμως, ότι θα κατάφερνε να την κουμαντάρει.

Δύο κόκκινες σιδερένιες καρέκλες λιάζονται στο μπαλκόνι και γλείφουν σαν τις γάτες τη σκουριά από πάνω τους. Δύο. Όχι μία.
Δεν μπορεί να κοιμάται. Βλέπει χρώμα. Δαγκώνει το γόνατό της και νιώθει πόνο. Πως είναι δυνατόν;

Περνάνε ώρες. Μέρες. Το βλέπει στο ρολόι πάνω στον τοίχο, εκείνο με τους λυγισμένους λεπτοδείκτες και τους ξεφτισμένους αριθμούς. Το βλέπει και στα δάκτυλα της σκόνης πάνω στο ξύλινο μπαούλο που φυλάει τα φεγγάρια της συλλογής της.
Αν τη ρωτούσες όμως, ούτε που θα ήξερε να σου πει πόσες νύχτες έμεινε κολλημένη στην σκουροπράσινη πολυθρόνα της παίζοντας με μια τούφα των μαλλιών της και μασουλώντας (ξηρούς) καρπούς αν-αισθησίας, ενώ το alter ego της λικνιζόταν δήθεν ευτυχισμένο κάπου έξω στην πόλη, ανάμεσα σε ακέφαλα σώματα και μυρωδιά από καπνό.




Κοίτα την τώρα! Το κοριτσάκι γελάει υστερικά μέσα σε γκρι νεκρούς τοίχους. Τρέμει κι ο μισοτελειωμένος καφές μες στο φλυτζάνι σε μια ύστατη προσπάθεια να συμπαρασύρει το Χρόνο. Τη Ζωή, που ξέμεινε στη πίσω αποθήκη να πλέκει πουλόβερ για το κρύο, μήπως και προλάβει το χειμώνα.



Ήταν μόλις χθες - ή προχθές; - που έφτιαχνε ανθρωπάκια από πηλό μέχρι να πετύχει τη σωστή μορφή. Ύστερα τα έκλεινε σε ένα γυάλινο δοχείο για να τα προστατεύσει και τους μιλούσε. Έβλεπε ότι κι εκείνα κουνούσαν το στόμα τους αλλά μόνο να φανταστεί ήταν σε θέση τι ακριβώς μπορεί να εννοούσαν.


Όλη η ζωή (ολόκληρη η μισή ζωή της) ένα γυάλινο δοχείο. Αστείο ε;



Άραγε οι σκέψεις, οι ιδέες, οι επιθυμίες, οι αναμνήσεις... είναι πραγματικότητα;
Κι όταν ζεις μέσα σε αυτές, δεν ζουν κι αυτές μαζί σου;
Άρα πες μου εσύ τι πάει να πει υπαρκτό και ανύπαρκτο. Εξήγησέ μου τη διαφορά. Δείξε μου τα όρια και ίσως σε πιστέψω.

29 Οκτωβρίου 2007

Monday in blue(s)


Δευτέρα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, πια.

Με το που άγγιξα το πόδι μου στην άσφαλτο, μπροστά από τα τρύπια "έβερεστ" του δρόμου, προσγειώθηκε στο πρόσωπό μου μια από τις πρώτες σταγόνες βροχής.
Έκαιγε. Τη μίσησα κατευθείαν.
Το ψιλόβροχο που με συνόδευσε ως την πόρτα του σπιτιού μου δυνάμωσε απότομα τη στιγμή που εκείνη έκλεισε.
Και τότε ήταν που, αν και κατά τα φαινόμενα και τη λογική ήμουν προστατευμένη, ένιωσα να στάζω από παντού.

Πάλι δεν μπόρεσα να το αποφύγω.

Στο κεφάλι μου, πανηγύρι.
Πετάγομαι από τη μια σκέψη στην άλλη.
Πειράζει να μην τις γράψω με τη σειρά?
Αδύνατον να συγκεντρωθώ.


..........................................................................


Ξαναπαίζω το παιχνίδι με τις λέξεις. Από μικρή, έδινα ένα χρώμα στην καθεμια. Τότε αφελέστατα πίστευα ότι τη Δευτέρα τη βλέπω πράσινη γιατί, όντως, ΕΙΝΑΙ πράσινη. Μετά διαπίστωσα ότι υπάρχει μεν μια σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ λέξης και χρώματος, που βασίζεται όμως σε προσωπικές εικόνες και εμπειρίες.
Πολλές από αυτές τις αντιστοιχίες, ακριβώς επειδή τις δημιούργησα πολλά χρόνια πριν, δεν θυμάμαι πως προέκυψαν. Η απάντηση βέβαια μου έρχεται αυτόματα, λες και την αποστήθισα.
Σκεφτόμουν τη λέξη "επιστροφή" και το κίτρινο χρώμα που της έδωσα.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έβρισκα παντα το κίτρινο μελαγχολικό χρώμα. Δεν το σιχαινόμουνα, όπως το ροζ. Απλά στη θέα του ή στη σκέψη του ένιωθα δυσφορία.
Και, βάζοντάς τα κάτω, νομίζω ότι μόλις περιέγραψα εν συντομία πως νιώθω μπροστά στην έννοια της λέξης "επιστροφή".

Κίτρινη επιστροφή, λοιπόν.


.............................................................


Στέκομαι τώρα καμια ώρα και κοιτάω το ταβάνι.
Δεν με εμπνέει τίποτε άλλο γύρω μου. Μια κακή στιγμή είναι, αλήθεια. Αλλά η βροχή σταμάτησε κι όμως εκείνη ακόμη αναπνέει στο λαιμό μου.





(Δεν προλαβαίνω ποτέ! Δεν προλαβαίνω να το χορτάσω. Δεν προλαβαίνω να μιλήσω.
Και σκάει σαν φούσκα!)


.....................................................................



Όχι άλλο. Τέλος.

Βυθισμένη σε μια πράσινη Δευτέρα, έπειτα από μια κίτρινη επιστροφή, με μαύρους κύκλους στο πρόσωπο και με μια κατακόκκινη εικόνα στο μυαλό μου με σηκώνω από τους ώμους για τα καφέ "πρέπει" της υπόλοιπης ημέρας που από χθες και για κάμποσο καιρό ακόμη θα αποσύρεται πιο γρήγορα στα δώματά της, ενώ η νύχτα θα ξυπνάει μια ώρα πιο νωρίς...

13 Οκτωβρίου 2007

Ελλειπτική τροχιά



Κάτω από τη μύτη σου βρίσκεται, γαμώτο!
Πως δεν το βλέπεις..;

Αυτό το περιορισμένο πεδίο όρασης...φοβάμαι έχει αρχίσει να σου γίνεται συνήθεια.
Μα άλλο τρόπο εγώ δεν έχω.
Η φαντασία κι οι δυνάμεις λύγισαν.
Η αναμαλλιασμένη σκέψη μου κι η ξεφτισμένη λογική μου γίνονται αλυσίδες και σφίγγουν τα χέρια μου ώσπου να τα λιώσουν εντελώς.

Κι ύστερα οι λέξεις φυλακίζονται και υψώνονται εις τον κύβο, διογκωμένες από την αχρηστία.


Πόσες ανολοκλήρωτες παρτίδες!




Αν έπαυες, τουλάχιστον, να χρησιμοποιείς την πίσω πόρτα;

18 Σεπτεμβρίου 2007

Κρύβω και κρύβομαι


Τι ανοησία να μην λες αυτό που θες!
Τι δειλία!
Τα Α γίνονται Β και τα Ω στέλνονται σε εξορία, λόγω ασυμβίβαστου με το καινούριο αλφάβητο.
Κάμπτονται οι λέξεις κι αλλάζουν σχήμα, χρώμα, μυρωδιά. Σχηματίζουν ασπίδες προστασίας και μάσκες - καμουφλάζ για να χωρίζονται τα μέσα με τα έξω.
Χάσμα βαθύ ανάμεσα στις επιθυμίες και τις δηλώσεις, ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο καθρέφτης σου κι αυτό που σερβίρεις εσύ στους κόσμους σου προσδοκώντας χαμόγελα και πουρμπουάρ ή έστω έναν βασικό μισθό για να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Κι οι κινήσεις σου παίρνουν σειρά. Ακολουθούν τις λέξεις και προσαρμόζονται στα νοήματά τους. Πατούν στα χνάρια που ζωγράφισαν εκείνες και βολεύονται στις γωνίες που μυρίζουν μπλάνκο και μελάνι. Στην αρχή κλοτσάνε απαιτώντας την αυτονομία τους και το παίζουν «επιτηδευμένες». Ύστερα συνηθίζουν. Γίνονται Εσύ και Σε χαρακτηρίζουν.
Κι ο καθρέφτης πια, θέλει χρόνο για να σε θυμηθεί. Κάθε φορά σουφρώνει τα φρύδια από απορία και γουρλώνει τα μάτια για να σε κοιτάξει καλύτερα.
Θα με πεις υπερβολική?
Τότε κι εγώ θα σε ξαναρωτήσω για τα ρούχα που φοράς στην προσπάθειά σου να καλύψεις τη γύμνια σου..

Άσε μωρέ. Μην ακούς. Πήγαινε να παίξεις.
Κι αν τα δάκτυλά σου είναι απασχολημένα με το να τρίβονται μεταξύ τους με ευχαρίστηση, αφού μπόρεσες να ξεγελάσεις τους πάντες, σου δανείζω το δικό μου.
Κι εσύ κρύψου πίσω του.

Είμαι ανόητη.
Και δειλή.
Και το ότι είσαι κι εσύ μαζί με μένα, δεν με ανακουφίζει στο παραμικρό.


Τουλάχιστον, μας έμειναν τα μάτια για να αντικαθιστούν τις λέξεις τις αδύναμες.

11 Σεπτεμβρίου 2007

Τίτλος;


Πάλι αυτό το σφίξιμο στο στομάχι. Ξύπνησα πολύ πρωί, με (από) την ενόχληση σε όλο μου το σώμα. Ή μήπως κοιμήθηκα με αυτή;
(Κοιμήθηκα; Να ξεγελάσω ακόμη κι εμένα; Όχι. Πάλι όχι. Αλλά δεν το χρειάζομαι. Δεν μου λείπει ακόμη)

Μια ψυχή πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε βόρεια. Τέλος εποχής.
Και το ξύλινο πάτωμα τρίζει από μόνο του, μήπως κι αναπληρώσει το κενό. Πολλά τα κενά, πως αναπληρώνονται όλα μαζί;

Μα, είμαι καλά. Δείχνω καλά. Τι στο διάολο θέλει αυτή γκριζωπή σκιά στο πρόσωπό μου; Αρπάζω σύνεργα, να την καλύψω. Βαριέμαι τις επεξηγήσεις από εδώ κι από εκεί. Ακόμη και τις ψεύτικες. Κι εσύ που θα ρωτήσεις, από συνήθεια θα το κάνεις. Ευχαριστώ, αλλά προτιμώ την ησυχία μου, αν δεν σε πειράζει. Είναι βολικό και για σένα, άλλωστε.

Βάζω καυτό καφέ στην κούπα κι ανοίγω το βιβλίο. Δεν έχω καμία όρεξη για αστικές αηδίες, σωματεία και ιδρύματα και μου έρχεται να ουρλιάξω όσο σκέφτομαι ότι πρέπει να συγκεντρωθώ εδώ και να απομακρύνω βίαια το μυαλό μου από εκεί κάτω, μακριά, που τόλμησε να ξαποστάσει. Το σιχαίνομαι.

Σήμερα δεν θέλω κανέναν. 

26 Αυγούστου 2007

Για αρχή..
























Μου δίνετε, παρακαλώ, πίσω την ανωνυμία μου;
Ορίστε. Σας επιστρέφω τα ονόματα και τις ταμπέλες.
Δεν τα θέλω πια. Με βάρυναν.
Θέλω να ξαναγίνω ο "κανένας".
Θέλω να αρχίσω απο το 0, να γευτώ το σκοτάδι, όπως τότε.

Κι αν συχνά μεταξύ των οικείων η λύτρωση δεν βρίσκει σχισμή να δραπετεύσει, ας με ζωγραφίσω "άγνωστη" κι ας περιπλανηθώ ανάμεσα σε αγνώστους, ξεβράζοντας εδώ μέσα ό,τι μου περισσεύει και μου καταπονεί τους ώμους..