Μου λείπουν γεύσεις από το στόμα. Οι εναπομένουσες ανησυχούν, αυτό είναι το σημάδι. Τις παίρνω μία - μία και τις ακουμπάω στο ξύλινο τραπεζάκι που χάνει σιγά-σιγά τα άκρα του. - Δυόμιση πόδια με το ζόρι. Μας είχαν πει από την αρχή ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Εκτιμούμε ότι μέσα στο επόμενο δίμηνο θα αχρηστευθεί τελείως. - Από βδομάδα θα κοιτάξω να τις βολέψω σε καμια γωνιά του ψυγείου, δίπλα στις πρασινάδες και τον καφέ φίλτρου : μάλιστα, το ντουλάπι έπαψε προ πολλού να είναι αρκετό. Τώρα πλέον συντηρούμε τα πάντα για να κοιμόμαστε τάχα πιο ήσυχοι τα βράδια και να στρώνουμε άτεχνα το εμείς-κάναμε-ό,τι-μπορούσαμε πάνω από ψυχρά χειρουργικά κρεββάτια των 5 βαθμών κελσίου με τον ασθενή ανοιγμένο κάθετα και ολίγο νεκρό. Όταν ήμουν πίθηκος τα πράγματα ήταν πιο απλοϊκά, είναι βέβαιο.
Αλλάζω θέση στα έπιπλα, το ταβάνι γίνεται παράθυρο κι εγώ περπατάω στους τοίχους μέχρι να βολευτώ στις τρύπες που ξέμειναν από τότε που συλλάβιζα αργά - αργά, "τονίζοντας τα σύμφωνα" και κάρφωνα τις ανυπόμονες εμμονές μου δίπλα σε ξενέρωτους πίνακες, δήθεν κουλτούρας. Τώρα μιλάω γρήγορα. Για να μην κατανοούν τα ακατανόητα.
Βαλίτσες έρχονται, ξαναφεύγουν, να, αυτή τη στιγμή μία πάρκαρε στο μπαλκόνι. Κολλητική η κλειστοφοβία, μεταδίδεται γρήγορα προς πάσα κατεύθυνση. Στις απότομες αλλαγές θερμοκρασίας κρύβεται ανάμεσα στα δόντια μου και κοιμάται στον ουρανίσκο μου για να μην μπορώ ποτέ να την φτάσω. Και τότε είναι που δεν αντέχω να παραδεχτώ πόσο μου λείπει το κίτρινο φθινόπωρο κι ένα αδάμαστο έγχορδο που φέρνει τα αυτιά μου σε οργασμό.
Κι εμείς (εγώ και..εγώ) εξακολουθούμε να είμαστε λίγο περισσότεροι από έναν, μα σίγουρα λιγότεροι από δύο, διαφορετικά θα το καταλάβαινα καθε φορά που ψεκάζω τον αέρα με ανέλπιδες, ρυτιδιασμένες αναπνοές γερασμένων εγωισμών . Εγκλωβισμένοι στα πόδια των δεκαδικών, ο ορισμός του ανολοκλήρωτου, μακριά από καθετί ακέραιο. Τίποτε στρόγγυλο, όλα σε γωνίες.
Αλλάζω θέση στα έπιπλα, το ταβάνι γίνεται παράθυρο κι εγώ περπατάω στους τοίχους μέχρι να βολευτώ στις τρύπες που ξέμειναν από τότε που συλλάβιζα αργά - αργά, "τονίζοντας τα σύμφωνα" και κάρφωνα τις ανυπόμονες εμμονές μου δίπλα σε ξενέρωτους πίνακες, δήθεν κουλτούρας. Τώρα μιλάω γρήγορα. Για να μην κατανοούν τα ακατανόητα.
Βαλίτσες έρχονται, ξαναφεύγουν, να, αυτή τη στιγμή μία πάρκαρε στο μπαλκόνι. Κολλητική η κλειστοφοβία, μεταδίδεται γρήγορα προς πάσα κατεύθυνση. Στις απότομες αλλαγές θερμοκρασίας κρύβεται ανάμεσα στα δόντια μου και κοιμάται στον ουρανίσκο μου για να μην μπορώ ποτέ να την φτάσω. Και τότε είναι που δεν αντέχω να παραδεχτώ πόσο μου λείπει το κίτρινο φθινόπωρο κι ένα αδάμαστο έγχορδο που φέρνει τα αυτιά μου σε οργασμό.
Κι εμείς (εγώ και..εγώ) εξακολουθούμε να είμαστε λίγο περισσότεροι από έναν, μα σίγουρα λιγότεροι από δύο, διαφορετικά θα το καταλάβαινα καθε φορά που ψεκάζω τον αέρα με ανέλπιδες, ρυτιδιασμένες αναπνοές γερασμένων εγωισμών . Εγκλωβισμένοι στα πόδια των δεκαδικών, ο ορισμός του ανολοκλήρωτου, μακριά από καθετί ακέραιο. Τίποτε στρόγγυλο, όλα σε γωνίες.
Δάνεισέ μου λίγα δεκαδικά από την τσέπη σου κι εγώ θα κόψω τα ακροδάχτυλα των χεριών μου και το μισό μου εγκέφαλο.