24 Απριλίου 2009

1,5


Μου λείπουν γεύσεις από το στόμα. Οι εναπομένουσες ανησυχούν, αυτό είναι το σημάδι. Τις παίρνω μία - μία και τις ακουμπάω στο ξύλινο τραπεζάκι που χάνει σιγά-σιγά τα άκρα του. - Δυόμιση πόδια με το ζόρι. Μας είχαν πει από την αρχή ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Εκτιμούμε ότι μέσα στο επόμενο δίμηνο θα αχρηστευθεί τελείως. - Από βδομάδα θα κοιτάξω να τις βολέψω σε καμια γωνιά του ψυγείου, δίπλα στις πρασινάδες και τον καφέ φίλτρου : μάλιστα, το ντουλάπι έπαψε προ πολλού να είναι αρκετό. Τώρα πλέον συντηρούμε τα πάντα για να κοιμόμαστε τάχα πιο ήσυχοι τα βράδια και να στρώνουμε άτεχνα το εμείς-κάναμε-ό,τι-μπορούσαμε πάνω από ψυχρά χειρουργικά κρεββάτια των 5 βαθμών κελσίου με τον ασθενή ανοιγμένο κάθετα και ολίγο νεκρό. Όταν ήμουν πίθηκος τα πράγματα ήταν πιο απλοϊκά, είναι βέβαιο.
Αλλάζω θέση στα έπιπλα, το ταβάνι γίνεται παράθυρο κι εγώ περπατάω στους τοίχους μέχρι να βολευτώ στις τρύπες που ξέμειναν από τότε που συλλάβιζα αργά - αργά, "τονίζοντας τα σύμφωνα" και κάρφωνα τις ανυπόμονες εμμονές μου δίπλα σε ξενέρωτους πίνακες, δήθεν κουλτούρας. Τώρα μιλάω γρήγορα. Για να μην κατανοούν τα ακατανόητα.
Βαλίτσες έρχονται, ξαναφεύγουν, να, αυτή τη στιγμή μία πάρκαρε στο μπαλκόνι. Κολλητική η κλειστοφοβία, μεταδίδεται γρήγορα προς πάσα κατεύθυνση. Στις απότομες αλλαγές θερμοκρασίας κρύβεται ανάμεσα στα δόντια μου και κοιμάται στον ουρανίσκο μου για να μην μπορώ ποτέ να την φτάσω. Και τότε είναι που δεν αντέχω να παραδεχτώ πόσο μου λείπει το κίτρινο φθινόπωρο κι ένα αδάμαστο έγχορδο που φέρνει τα αυτιά μου σε οργασμό.
Κι εμείς (εγώ και..εγώ) εξακολουθούμε να είμαστε λίγο περισσότεροι από έναν, μα σίγουρα λιγότεροι από δύο, διαφορετικά θα το καταλάβαινα καθε φορά που ψεκάζω τον αέρα με ανέλπιδες, ρυτιδιασμένες αναπνοές γερασμένων εγωισμών . Εγκλωβισμένοι στα πόδια των δεκαδικών, ο ορισμός του ανολοκλήρωτου, μακριά από καθετί ακέραιο. Τίποτε στρόγγυλο, όλα σε γωνίες.

Δάνεισέ μου λίγα δεκαδικά από την τσέπη σου κι εγώ θα κόψω τα ακροδάχτυλα των χεριών μου και το μισό μου εγκέφαλο.

16 Μαρτίου 2009

Τη νύχτα θυμάται


Στενεύει ο κύκλος σιγά - σιγά. Αναγκαστικές περικοπές, βλέπεις, για να λειτουργούν τα όργανα καλύτερα, να κυκλοφορεί το αίμα χωρίς συνεχείς στάσεις. Νοσώ κάθε που αλλάζει διάμετρο ο κύκλος μου, μα κάνω υπομονή γιατί ξέρω ότι είναι κάτι σαν τις προσβολές από ιούς κι ο οργανισμός θα παράξει αντισώματα για να είναι πιο προετοιμασμένος την επόμενη φορά.
Τα νεύρα μου απλώνουν μπουγάδα κάθε πρωί και τεντώνονται, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα και σπάζοντας τα δάχτυλά τους για προθέρμανση. Κοιμούνται για λίγο όταν φτάνει στα ρουθούνια τους το άρωμα του λαιμού σου και πετάγονται ξανά ερεθισμένα από την αηδία των απέναντι μπαλκονιών για να χορέψουν σάλσα μέσα στο κεφάλι μου. Τα απέναντι μπαλκόνια με τους αποκρουστικούς ενοίκους. Που κρύβουν τα σκουπίδια τους κάτω από γλάστρες και πατάκια για να δείχνουν καθαροί και τέλειοι απ' έξω και να καλύπτουν τον ελεεινό τους εαυτό. Που κρεμάνε στις πόρτες επίθετα που ποτέ δεν είχαν κι ούτε θα μπορούσαν να έχουν μήπως κι αρχίσουν να τα πιστεύουν πρώτα οι ίδιοι και μετά οι διερχόμενοι. Γυρίζει το στομάχι μου ανάποδα κάθε φορά που αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά και μπαίνουν τα υπολείμματά τους μαζί με τον αέρα και μετά περνάνε μέρες μέχρι να το συνεφέρω με εντριβές και κουαρτέτα εγχόρδων.
Έχω πάνω από το κεφάλι μου μέρες που αιωρούνται και μετράνε αντίστροφα και το μόνο που ξέρουν είναι ότι το σημείο του τέλους είναι το μηδέν. Η εκκίνηση είναι θετικός αριθμός, απροσδιόριστος και ά-σχημος αλλά καθόλου άσχημος γιατί, ως μη γνωστός, εκτρέφει τις ελπίδες του ωραίου. Αποκαλύπτεται όταν πια η γραμμή τερματισμού βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου οπότε και αρχίζεις ξανά την αντίστροφη μέτρηση για να βρεις από ποια αρχή ήρθε αυτό το τέλος. Αλλά δε βαριέσαι, τα παιχνίδια με πολύπλοκες οδηγίες κουράζουν πριν καν αρχίσουν.
Αποσύρεται κι ο χειμώνας και μου αφήνει στο ντουλάπι του μπάνιου ανασφάλειες και αβεβαιότητες των 1500ml και αναρωτιέμαι που να τις καταχωνιάσω και πως μπορούν να κρυφτούν κάτω από τα ελαφρά ρούχα της εποχής που αφήνει το λαιμό γυμνό και τα φλυτζάνια του καφέ χωρίς χερούλι. Κι ο κύκλος όλο και μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει.



H γυάλα άδειασε. Αποσύνθεση.

2 Φεβρουαρίου 2009

Restart


Με σέρνει το λουρί του εαυτού μου στο βαθύ μπλε του διαδρόμου. Δεν βλέπω την άκρη του κι ανησυχώ. Σα να μην σταματάει πουθενά αυτή η ευθεία. Ή σα να επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης, διαγράφοντας κυκλική τροχιά. Παράθυρα; Ούτε απ 'αυτά. Κλειστοφοβικές απουσίες κρέμονται στους τοίχους, πληγώνουν την κακομαθημένη αισθητική του άλλοτε και πέφτουν οι σοβάδες. Κι όταν ο τοίχος γίνει ολότελα γκρι, σαπισμένος από την υγρασία και την αδιαφορία, τότε μόνο νοσταλγείς εκείνο το γλυκό μπορντώ που ζέσταινε τα μάτια κι ας μην το καταλάβαινες.
Σχεδόν πνίγηκα στο φλυτζάνι μιας φωτογραφίας, ένιωσα ξανά το άρωμα και τη γεύση που (μπορούν να) έχουν οι ανοιξιάτικοι καφέδες και τα μεσημεριανά τσιγάρα όταν καταφέρεις να βάλεις τρικλοποδιά στις πένθιμες γκρίνιες σου. Βούλωσαν τα αυτιά μου από τα νερά των ανικανοποίητων πόθων και εαυτών που περικυκλώνουν κάθε μπαλκόνι. Διαμαρτύρομαι σιωπηλά για να μην ακούω τη φωνή μου να χτυπάει στους τοίχους, να αντανακλάται στους καθρέφτες και να πέφτει κουρασμένη στο πάτωμα, έχοντας ξεχάσει από ποιο στόμα ξεβράστηκε. Χμ..δεν είναι μία. Είναι πολλές, μας πνίξανε. Να θυμηθώ να τις μαζέψω όλες τους σε μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών για να μην πιάνουν τόπο, έτσι άχρηστες που είναι. Θα κρατήσω τις πιο αηδιαστικές και θα τις κρεμάσω σε κεντρικό σημείο. Να μην μπορώ παρά να τις κοιτάω, να τις κοιτάω, να τις κοιτάω και να μην ξεχνάω να φροντίζω περισσότερο τις εναπομείναντες στις χορδές μου, πριν τις χαραμίσω όλες, στέλνοντάς τες σε α' κατηγορίας νεκροταφεία (τουλάχιστον βολεύεται πολυτελώς η σαπίλα).



Κι ύστερα, στέρεψε το πηγάδι. Ο κουβάς ανεβάζει μόνο υπολείμματα μεταχειρισμένων πλην πόσιμων εγκεφάλων που διψούν για επανεκκίνηση.


8 Ιανουαρίου 2009

End of time



Οι μέρες είναι μετρημένες. Όλες οι μέρες. Μετρήσιμες και μετρημένες. Φτάνεις μέχρι το δέκα, το σημειώνεις και μετά ξαναρχίζεις από το 0. Στο τέλος προσθέτεις τις δεκάδες. Πάντως σίγουρα είναι μετρημένες. Όχι επειδή τις μέτρησα. Κάθε μία που περνάει μου αφήνει σημάδι στην παλάμη. Πονάει, γιατί πονάει; Δεν συνήθισα ακόμη, αυτό φταίει. Άλλοι, σου λέει, χρόνια ολόκληρα και δεν το χωνεύουν ποτέ - αυτό τώρα μου ήρθε αλλά μπορώ να το πω πολλές φορές για να ανακουφιστώ, πως τάχα βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι. Ναι, βράζουμε αλλά αν δεν βράζουμε συγχρόνως, τι να το κάνω; Να μου διηγηθείς "πώς ήταν τότε που..";
Σ υ γ χ ρ ό ν ω ς. Στο εκεί ή στο εδώ. Στο κάπου, ας πούμε. Μόνο να συμπίπτουμε στους δείκτες.




Άρα, όταν εγώ είμαι 23:53...εσύ πόσο είσαι;

16 Δεκεμβρίου 2008

Πάλιωσε


Απομακρύνονται κι άλλο τα χνώτα μας. Η απόσταση αναπνοής αποδείχθηκε ότι παραείναι αισιόδοξο αποτέλεσμα μέτρησης κι απορρίφθηκε ως αβάσιμο.Δες τα χιλιόμετρα, πως βολεύονται ανάμεσα στα μέτρα και κλέβουν τη γραμμή τερματισμού.
Συρρικνώνονται κι οι σχέσεις, τη βλέπεις την τελεία; Όχι αυτές που είχες, αλλά αυτές που προσπαθούσες να σε πείσεις ότι είχες.
Το μακρυά γίνεται άφταστο και μπορείς να το δεις καθαρά πια, ότι δεν θα βρεις εσύ την όαση στην έρημο. Είναι απλά οφθαλμαπάτη.
Δεν πιστεύω λέξη ρε.Ούτε στα μάτια πιστεύω. Τα μουσκεμένα μαξιλάρια θα σφίγγω στην κοιλιά μου μέχρι να αποξηραθεί το νερό και το αλάτι. Να γίνουν για πάντα.


Να μην με εμπιστεύεσαι, στο είπα;
Το αγρίμι θα παραμείνει - ή θα ξαναγίνει - αγρίμι. Κι αν σου χαλάει την αισθητική ή την καλοβολεμένη σου διάθεση, άντε και γαμήσου.









υ.σ. : τελικά, ίσως η εσωτερική με την εξωτερική απόσταση είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Όσο μικραίνει η εξωτερική, μεγαλώνει η εσωτερική κι αντιστρόφως.


9 Δεκεμβρίου 2008

-

Κοιμισμένο ζώο,

Καταπατούν τα δικαιώματά σου,

μεταρρυθμίζουν τη ζωή σου προς το συμφέρον τους,

σε πηδάνε καθημερινά,
σ κ ο τ ώ ν ο υ ν τα παιδιά σου


κι εσύ όχι μόνο δεν είσαι στους δρόμους, αλλά βουλιάζεις στον καναπέ σου και σιχτιρίζεις τα "κωλόπαιδα" που "σπάνε και καταστρέφουν ό,τι βρουν μπροστά τους". Κι όμως, όλη αυτή η οργή - με κάποιες εξαιρέσεις - είναι ό,τι πιο υγιές συμβαίνει σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Βάλ'τα με τους αυτουργούς. Όχι με εκείνους που αγανάκτησαν και ψάχνουν διεξόδους.

Πάρ' τα

28 Νοεμβρίου 2008

This Feeling






Forgive me
Give me one more try
You're not the only one that can make me sigh
Why don't you
Lift me
Lift me from the mire
Too busy staring cold at your magic eye
Well I get this feeling
I get this feeling
Jumbled around and round and round
Inside my mind

It's easy
To crease me like a page
Why do I think this way at such a tender age
You just released me
I'm let out of the cage
I'm selling at the back from a battered case
Well I get these feelings
I get these feelings
Rolling around and round and round
inside my mind 

I'll take another pill to make me feel better
take another pill to make me feel better
sometime
I'm gonna take another pill to make me feel better
neck another pill to make me feel better

Well I get these feelings
I get these feelings
Jumbled around and round and round
Inside my mind
Yeah you might find
a special kind
inside my mind.
(take another pill make me feel better)


Το κομμάτι, δίπλα.

4 Νοεμβρίου 2008

No sympathy


Βουλιάζω στην "εποχή των καφέδων". Φτάνω μέχρι τον πάτο κι επιστρέφω στην επιφάνεια για να εκπνεύσω τις γερές δόσεις ζάχαρης που γέμισαν τα πνευμόνια μου. Εισπνοή, εκπνοή. Κι αν οι παλμοί μου κρύβουν κάτι από την χρόνια εφηβική μου υπερένταση, εσύ μη δίνεις σημασία. Ξέμειναν, μαζί με το χρώμα των ματιών και τις γραμμές στα χείλια. Είναι αυτοί που με προδίδουν πια.
Χαιδεύω τις αισθήσεις μου ύστερα από έναν οργασμό διαρκείας, τόσο δυνατό που ξεσπάω σε κλάματα από έκπληξη και μια υπόνοια πληρότητας. Το μόνο που απαιτούν όλες τους τώρα πια είναι ένας αξιοπρεπής χειμώνας. Με τα κασκόλ τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Με τις νύχτες, δίχως γραμμή τέλους, που κλέβουν ώρες από το φως για να σιγοτρέφουν τα άδυτα και σκοτεινά σου. Μου.

Πάμε παρακάτω, όπως-όπως.
Λοιπόν, το παρακάτω δεν έρχεται ποτέ στην ώρα του. Συνήθως καθυστερεί. Και πάνω που φόρεσες τα αγαπημένα σου παπούτσια και τη χειροποίητη, πανάκριβη διάθεση που τη φυλάς στο τελευταίο ράφι για ειδικές περιπτώσεις, σε ειδοποιούν ότι ούτε απόψε θα πας μακριά. "Ακυρώνονται τα σχέδια, να μας συγχωρείτε". Πολύ της μόδας έγινε αυτή η μανία για "άφεση αμαρτιών". (Χρηματοπιστωτική αγορά κι οι ανθρώπινες σχέσεις. Διανύουμε κρίση, λυπούμεθα.)
Χόρτασα συγγνώμες, φρακάρανε οι αποθήκες. Ό,τι δεν χωράει, επιστρέφεται.


-----------------------------------------------------------------------------------------------


(Τσούζουν τα μάτια μου από την πολλή χρήση και τα δαχτυλίδια καπνών που μοιάζουν με χειροπέδες. Δυο δάχτυλα ανίας μονορούφι κι όταν αδειάσουν εντελώς οι φλέβες μου παίρνω υποκατάστατο κόκκινου υγρού. Σε στέρεα μορφή.) Και μετά δεν ξέρω τι λέω.


Τώρα είναι το μετά του τότε και περιττό να πω ότι ούτε εγώ με συγκρατώ πια. Φαντάσου να περιμένεις χρόνια τώρα την έκρηξη χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα για τον αν θα συμβεί στο επόμενο λεπτό ή στην επόμενη εικοσαετία. Μια διαρκής νευρικότητα σ' ολόκληρο το σώμα μου. Κάποια βαριά, διασταλμένα απογεύματα το πόδι μου αυτονομείται πια και κουνιέται μόνο του μπρος-πίσω. Σε μεγάλες στιγμές ξεκολλάει από το υπόλοιπο σώμα με επαναστατική διάθεση και σέρνεται σαν τον λαβωμένο σε μάχη, με την ελπίδα ότι θα τα καταφέρει και χωρίς να εξαρτάται από άλλους. Όσο περισσότερο φορτίο νιώθει να ελευθερώνει σε ξένες πλάτες, τόσο μεγαλώνει κι ο φόβος του για οτιδήποτε το ασταθές. Δηλαδή για τα πάντα.


---------------------------------------------------------------------------------------------


Αυτή που έρχεται στον ύπνο της κάθε βράδυ - τώρα το ξέρει - δεν είναι δυστυχισμένη. Απλά δυσκολεύεται να προσαρμόσει την δική της έννοια της ευτυχίας ανάμεσα σε τόσους ξένους. Ανοίκεια βήματα, ανοίκειες μικροστιγμές και τότε στρέφεται προς το μέσα της, αφού στο "πάνω" έπαψε να πιστεύει από τότε που άρχισε να σκέφτεται χωρίς εξωτερική βοήθεια και οδηγίες κατεύθυνσης.


Το να νιώθει μακριά ακόμη κι από το μέσα της είναι άραγε πρόοδος ή πισωγύρισμα;
Προληπτικά πάντα.

6 Σεπτεμβρίου 2008

Άλλο ένα.



Έχουμε και λέμε...πόσα λάθη πρέπει να μετρήσω για να πάρω μπόνους άλλον ένα γύρο απ' τα ίδια; Πράξεις ανακατεμένες - σαν την τράπουλα - με αλκοόλ και αφηρημάδα. Ποια απ' όλες χρειάζομαι και με ποια σειρά; Ο πολλαπλασιασμός θα βοηθήσει τώρα ή θα τα κάνω μαντάρα; Κάτσε να διαβάσω τις οδηγίες. Και πότε το έκανα αυτό; Τις πετάω σε μια γωνια, να αραχνιάσουν, να λιώσουν και να μπερδευτούν με τους σοβάδες που πέφτουν κάθε φορά που κάνω να πιάσω το παλτό μου απ'την κρεμάστρα. Κι όταν πια θα τις χρειάζομαι, όταν θα έχω φτάσει στη διασταύρωση με τους μπλε ελέφαντες και τα πράσινα φλαμίνγκο και δεν θα έχω ιδέα ποιο δρόμο να πάρω, τότε θα'ναι αργά. Τότε θα μου λείπουν εκείνες οι καταρχήν άχρηστες οδηγίες γιατί έχω ήδη χάσει τρεις ζωές και δεν με παίρνει για άλλη.

Λίγο παρακάτω, το σκοτάδι έγινε ημίφως - ποτέ παραπάνω, έτσι πρέπει - και το ράδιο άλλαξε σταθμό. Το κομμάτι..όσο πλησιάζεις το σιγομουρμουρίζεις. Because the world is round, it turns me on. Because the wind is high, it blows my mind. Because the sky is blue, it makes me cry.

Η συγκίνηση θέλει ελευθερία έκφρασης και χώρου. Χρειάζεται αυτονομία για να μπορέσει να αναπνεύσει όταν εκείνη το θέλει, κι όχι όποτε έμαθε και συνήθισε να θέλει από φυλλάδες - συνταγολόγια δήθεν ειδικών.

Αφήνω τις λέξεις να ξεπλύνουν τα νοήματά τους, να καθαρίσει το μυαλό από τις αναμασημένες τροφές που συνοδεύονται με το κλασικό επιδόρπιο "εσύ δεν ξέρεις", πασπαλισμένο με αυθεντία. Θέλω να χρησιμοποιώ το δικό μου λεξικό, όπου το "λυπάμαι" θα σημαίνει "λυπάμαι" και το "σ' αγαπώ", σ' αγαπώ". Αηδιάζω με το ελαφρύ των φράσεων, το ελαφρύ της σημασίας τους. Παραείναι πολλά τα λόγια που τους λείπει λόγος ύπαρξης.

Γι' αυτό και γι' άλλα, που μπορεί και να μην ειπωθούν ποτέ, εκείνο το βαθύ χαμόγελο που μύριζε αυθεντικό και που σχεδόν συντρίφθηκε με το έτσι θέλω κάτω από το ανόητο της στιγμής.
Σχεδόν.
Ευτυχώς.

30 Ιουλίου 2008

Σημείο Χ


Ψιτ, κύριε. Πόσο χρόνο έχω; Προλαβαίνω να τραβήξω δυο - τρεις γραμμές ή θα τερματίσει το ξημέρωμα πριν από μένα; Λίγα λεπτά μόνο. Άσε με να σκεφτώ λίγα λεπτά. Να χορτάσω όση ώρα έχω στην τσέπη πριν μου γλυστρήσει από τις τρύπες.

Δίνεται ραντεβού στις 10 σε μια εποχή - ας πούμε ότι κάπως έτσι ορίζεται ο χωροχρόνος. Όχι σε κάποια συγκεκριμένη. Ίσως και στις τέσσερις. Ίσως.
Θέλω δεν θέλω, όμως, πάντοτε καταλήγω να υπάρχω σχεδόν μόνο σε μία από αυτές. Κι όταν τελειώνει σβήνω φώτα. Μέχρι να γίνει κύκλος, μέχρι να την τρακάρω ξανά τυχαία.

Χαρακτηριστικά επ-οχής.
Διαρκεί όσο ένα φιλί. Όσο ένα τσιγάρο. Ώσπου να καταλάβεις ότι το άναψες σου 'χει μείνει στο χέρι η κεφαλή, καμμένη.
Είναι τόσο ανεξήγητα γοητευτική που ανησυχείς για την κριτική σου ικανότητα. Είναι, σίγουρα είναι. Το νιώθεις σα ρίγος σε όλο σου το σώμα. Σα να χορεύει ολόκληρος ο γαλαξίας. Η Μικρή Άρκτος μπλέκεται με την Κασσιόπη, παίζουν ανάμεσα στα δάχτυλά σου, κυλιούνται στο χώμα. Όχι ψηλά πια. Εδώ. Επί της γης σου. Επί του κόσμου σου. Και τότε δεν χρειάζονται ευχές γιατί...νιώθεις να τα έχεις όλα. Γοητευτικά απόκοσμη. Μοναδική!
Και...ποτέ δεν είναι ίδια με την τελευταία φορά. Σιγά το νέο, με πρόλαβε ο Ηράκλειτος αιώνες πριν. Τα πάντα ρει, αλλά εμένα θα με ξαναπιάσουν οι κλειστές κι οι ανάποδές μου και αυθόρμητα θα ξεφουρνίσω ότι οι αλλαγές που δεν περνούν πρώτα από τα χέρια μου με τρομάζουν, με απωθούν. Ρε τι αδύναμη που είμαι!

Είναι που θέλω - θα ήθελα να μπορούσα - να φεύγω εγώ πρώτη, να μην με προλαβαίνουν οι άλλοι, τα άλλα...

Εδώ μέσα, τα πάντα δρουν πολλαπλασιαστικά. Κυρίως αυτά που νιώθεις. Διογκώνονται, οξύνονται. Παίρνεις το ρίσκο. Και..ή θα πέσεις στο πάτωμα ή θα πλαντάξεις από ευτυχία - έχω μουδιάσει κατά καιρούς και από τα δύο.

Μου λείπει εκείνη η υπερβολή, στο κέντρο του χωροχρόνου μου με συντεταγμένες 0,0. Εκείνη η αίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος συρρικνώθηκε σε ένα σημείο, σαν μια τελεία στη μέση του ωκεανού. Τόπος και δευτερόλεπτο. Και φουσκώνουν οι γωνίες από τα μέσα των ανθρώπων - συνεργών. Και δυναμώνουν όλες οι εντάσεις, Golden Slumbers και Move Over, ώσπου παίρνει φωτιά η Ανδρομέδα. Γεμίζουν τα ποτήρια, μπερδεύονται τα βουνά με τις θάλασσες κι οι γλώσσες μεταξύ τους.
Κρύβει μαγεία. Κι αυτή είναι από τις ελάχιστες διατυπώσεις που μπορώ να κάνω όντας βέβαιη.



Κι όταν η λάσπη κοντεύει να με καλύψει ολόκληρη, εκεί...εκεί είναι το δεύτερο σημείο που αδειάζω τη σκέψη μου.

20 Ιουνίου 2008

1/2


Ακούω ένα επίμονο σαξόφωνο από το πρωί. Αδιαφορώ αν είναι αληθινό ή του κεφαλιού μου πάλι. Εγώ το ακούω. Το θέμα είναι γιατί δεν προχωράει ποτέ ένα βήμα παρακάτω. Παίζει μια μουσική φράση - πάντα την ίδια - και μετά ξαναπηγαίνει στην αρχή. Λες και δεν υπάρχει μετά, ούτε επόμενο μέτρο. Καμία συνέχεια. Κι αν δεχτώ ότι ακούω αυτό που θέλω ή αυτό που μου ταιριάζει τότε υποθέτω με βεβαιότητα πια ότι τα ανολοκλήρωτα είναι το φετίχ μου. Μπορείς μετά εσύ να βάλεις ότι ουσιαστικό θέλεις πλάι στο επίθετο. Εγγύηση ότι θα βγαίνει νόημα και μάλιστα αληθές.

Ορίστε, μου ήρθε πάλι η επιθυμία να το αφήσω κι αυτό στη μέση. Βαρέθηκα, φοβήθηκα, κουράστηκα..μην ρωτάς. Θέλω να ζητήσω δώρο λέπια και ουρά αλλά τρέμω μην καταλήξω να είμαι μισάνθρωπος. Ψαράνθρωπος. Ένα ψάρι με μαλλιά, αφαλό και καρκίνο στους πνεύμονες που θα κρύβεται στην άμμο για να μην φαγωθεί από ψάρια ή ανθρώπους.

Τις τελεσίδικες προτάσεις σιχαίνομαι. Γι' αυτό και με κόβω σε μικρά - μικρά κομματάκια και με δίνω λίγο - λίγο. Κι όχι ολόκληρη. Όχι ολόκληρη. Μέχρι εκεί που πάει. Όσο αντέχω κι αντέχεις. Γι ' αυτό που σου έδωσα να ξέρεις, λοιπόν, είμαι ένα ανθρωπόψαρο. Που μένει μισό από το κάθε είδος κι ελπίζει πια στις παραισθήσεις των άλλων.



Κοιτάξτε με! Έχω κι εγώ παραισθήσεις κι υποφέρω από τη ζέστη. Τόσο που σχεδόν πενθώ καθημερινά το τέλος του χειμώνα. Ορίστε. Ήρθε το καλοκαίρι σας. Τι καταλάβατε;
Υπερβάλλω. Δεν παραπονιέμαι, δεν παραπονιέμαι, δεν παραπονιέμαι, δεν παραπονιέμαι, δεν παραπονιέμαι. Και θα το επαναλαμβάνω μέχρι να ριζώσει μέσα μου. Οκ τώρα;


Και το κομμάτι με το σαξόφωνο. Το ακούω μισό και ονειρεύομαι τη στιγμή που θα με πιστέψεις και θα το ακούσεις μισό κι εσύ αλλά θα γράψεις το τέλος του για να το ακούσουμε μαζί.

30 Μαΐου 2008

North and South


Πάλι τίποτε δεν κατάφερα. Εσύ (με) ξέρεις, εσύ καταλαβαίνεις. Για το μοναδικό λόγο ότι εσύ είσαι εγώ κι είσαι ό,τι πιο σταθερό και μόνιμο κουβαλάω επάνω μου. Για όλα τα υπόλοιπα κρατώ αποστάσεις. Λάθος. Επιδιώκω να κρατώ αποστάσεις.



Χρόνια συνήθιζα να κοιμάμαι με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Άλλες φορές έβαζα μαξιλάρια από πίσω μου για να ηρεμώ πιο εύκολα. Η αίσθηση της ασφάλειας! Ξέρεις, μονάχα για αυτή την αίσθηση κι ας ήξερα ότι ουσιαστική δουλειά δεν έκαναν.



Τώρα που το κρεββάτι μου δεν είναι πια παιδικό και δεν χρειάζεται πια να ανεβαίνω στα τακούνια της μαμάς για να ανάψω το φως του μπάνιου, τώρα συνειδητοποιώ ότι λίγα πράγματα αλλλάξανε από τότε. Γιατί αντί για μαξιλάρια, τώρα χρειάζομαι στην πλάτη μου ανθρώπους. Κι η ασφάλεια αποκτά επίθετο. Συναισθηματική. Αυτή η μαλακισμένη η συναισθηματική (αν)ασφάλεια.



Κάποτε για αυτήν θα έδινα και τη ζωή μου (τι ανόητη!). Τώρα την όποια ζωή την κρατώ για μένα. Μέχρι να έρθει η στιγμή να τη χαρίσω γελώντας σε έναν πλανόδιο μουσικό μουρμουρίζοντας "άλλο τίποτα δεν έχω".

Αλλά πάλι, με τρώει (για τη συναισθηματική ασφάλεια έλεγα). Με τρώει να την κυνηγήσω, ας μην με κοροιδεύω. Δε βαριέσαι. Μικρά γράμματα.

Κι ήρθε η ώρα να στραφώ ξανά σε σένα. Εαυτέ μου. Εσύ τουλάχιστον θα μείνεις, όχι;



(Περίεργη μέρα. Κάτι μεταξύ ήλιου και συννεφιάς. Ή μήπως η συννεφιά έρχεται μόνο από μέσα μου; Τελειώνει κι ο Μάης. Πρέπει να διαβάσω.)

Υ.Σ. : Το κομμάτι, ένα από τα πολλά αγαπημένα.

9 Μαΐου 2008

Αφορισμοί


Ονειρεύομαι απογευματινούς καφέδες κάτω από τον γκρι ουρανό κάποιας ευρωπαικής πόλης. Δεν είναι απλά κι αόριστα (και τετριμμένα) "τάση φυγής". Είναι ανάγκη. Είναι ανάγκη.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που γεμίζουν ένα σάκο με αυστηρώς βασικές ανάγκες και φεύγουν. Χωρίς να μυξοκλαίνε για ό,τι αφήνουν πίσω τους.
Που δεν κοιτάνε τα πόδια τους όταν προχωράνε.


Από την άλλη σιχαίνομαι το αηδιαστικό βαθούλωμα που κάνει ο καναπές από την πολλή τη χρήση, τη μισοτελειωμένη γαβάθα με πατατάκια πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι με τα κοντά πόδια και την τηλεόραση ανοιχτή, ξεχασμένη, να παίζει τηλεμάρκετινγκ χρόνια ολόκληρα, μέχρι να σε αποβλακώσει τελείως. Να περιορίζεις τα βήματά σου από την κουζίνα στο σαλόνι και πάλι στην κουζίνα κι από εκεί στην αυλή του σπιτιού σου όπου έχεις παρκαρισμένο το μεγάλο σου αμάξι που θα σε μεταφέρει στην πηγή των εσόδων σου για να μπορείς να αγοράζεις, να αγοράζεις, να αγοράζεις και να γεμίζει βαθουλώματα ο καναπές και πατατάκια η γαβάθα. Και ξανά από την αρχή...


Η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του αθεράπευτα βολικού.
Γεμίζω το 45άρι κι αυτοκτονώ. Τουλάχιστον θα έχει μεγαλύτερο σασπένς (ορίστε, γιατί να αυτοκτονώ με 45άρι κι όχι με κώνειο..; Βοήθεια, παρανοώ) Νιώθω σα να κουρδιστήκαμε. Νιώθω σα να κουρδιστήκαμε και λάθος, ακόμη χειρότερα.


Κι όλα αυτά για να μου υπενθυμίζω που και που κατά που πέφτει ο πλανήτης μου και να μην ξεχνιέμαι.
Όλα για αυτά γιατί σήμερα δεν φάνηκε.
Όλα αυτά με αφορμή ένα μπλουζάκι γκρι και μια εφημερίδα.
(ανακουφίζομαι που εξακολουθώ να αποκρύπτω τις περισσότερες σκέψεις μου..)


Απλώνω τα βρεγμένα ρούχα και θυμάμαι μια φράση του Ουάιλντ..."στον μοντέρνο τρόπο ζωής τίποτε δεν προκαλεί μεγαλύτερη απήχηση όσο μια καλή κοινοτοπία : κάνει τους πάντες να νιώθουν οικεία".
Αυτό το "οικεία" αν κάποια στιγμή το νιώσω, θα αρχίσω να ανησυχώ. Θα έχω πάψει να είμαι εγώ.

23 Απριλίου 2008

Α


Ξεχειλίζω απόψε.
Εσύ. Εσύ ξέρεις.
Κι εγώ θα δαγκώνομαι μέχρι να μου αφήσω σημάδια.

9 Απριλίου 2008

My turn


Ξεβράζω ανολοκλήρωτα. Λείπουν κομμάτια. Δεν με νοιάζει, για το παζλ το λέω. Μην πάει χαμένο. Κάπου τα έχω καταχωνιάσει. Θυμάμαι που τα κρατούσα στα χέρια μου και περπατούσα πάνω σε ψηλά παπούτσια με τεντωμένο λαιμό. Τα φέρνω στο μυαλό μου και γελάω υστερικά. (Μην μιλάς). Αδιάφορα κούρδισα τη γάτα μου να ψάχνει, από υποχρέωση και μόνο. Κι αυτή συνεχώς κάνει βόλτες γύρω από εκείνη τη χοντρή, σιδερένια πόρτα που ανοίγει απροειδοποίητα και με δύναμη μια στο τόσο και ρουφάει ό,τι βρει μπροστά της. Δεν τα ξαναβλέπεις ποτέ. Μόνο τα αισθάνεσαι γύρω σου, μέσα σου, να αλλάζουν θέσεις στα όργανά σου και τελικά να νομίζεις ότι πονάς στην κοιλιά ενώ έχει πρόβλημα η καρδιά σου. Υποψιάζεσαι το μπέρδεμα; Αργοπεθαίνεις χωρίς να το καταλάβεις. Εκείνη όμως τότε - τη θυμάσαι; - το είχε καταλάβει. Κι όλοι την έλεγαν τρελή και γύριζαν τις πλάτες. Μέχρι που έφυγε κι ησύχασε.

Εγώ που μένω εδώ ακόμη. Κάνω βόλτες πάνω στα λιωμένα κάτω μου άκρα κι ελπίζω να σε πετύχω σε καμια γωνία όλως τυχαίως. Σφίγγω και τα δόντια μηπως και πραγματοποιηθεί πιο εύκολα η ευχή. Σε συναντάω λοιπόν και δυσκολεύεσαι να με αναγνωρίσεις. Κι όταν σου δείχνω το σημάδι στον ώμο χαμογελάς και μου ψιθυρίζεις "άλλαξες". Κι εγώ προσπαθώ να κρύψω τη χαρά μου (γιατί χαρά, άραγε;) κρατώντας την ανάσα μου και στρίβοντας τσιγάρο για να απασχολώ τα μάτια και τα χέρια μου. Μέχρι να επιστρέψω στο μέρος μου και να βγάλω τις μπογιές από πάνω μου. Ρε ποιον κοροιδεύω;

Δες με ξανά. Αυτό είμαι. Μόνο αυτό.



Το ρισκάρω κι αφήνω τρύπες ανοιχτές. Ας μπει ό,τι θέλει κι ας βγει ό,τι δεν αντέχει. Ή ας αναλάβει άλλος τον ρόλο του φύλακα. Βαριέμαι.


(Δαγκώνει η κυνικότητα. Κι εγώ τι θες να κάνω;)