23 Απριλίου 2008

Α


Ξεχειλίζω απόψε.
Εσύ. Εσύ ξέρεις.
Κι εγώ θα δαγκώνομαι μέχρι να μου αφήσω σημάδια.

9 Απριλίου 2008

My turn


Ξεβράζω ανολοκλήρωτα. Λείπουν κομμάτια. Δεν με νοιάζει, για το παζλ το λέω. Μην πάει χαμένο. Κάπου τα έχω καταχωνιάσει. Θυμάμαι που τα κρατούσα στα χέρια μου και περπατούσα πάνω σε ψηλά παπούτσια με τεντωμένο λαιμό. Τα φέρνω στο μυαλό μου και γελάω υστερικά. (Μην μιλάς). Αδιάφορα κούρδισα τη γάτα μου να ψάχνει, από υποχρέωση και μόνο. Κι αυτή συνεχώς κάνει βόλτες γύρω από εκείνη τη χοντρή, σιδερένια πόρτα που ανοίγει απροειδοποίητα και με δύναμη μια στο τόσο και ρουφάει ό,τι βρει μπροστά της. Δεν τα ξαναβλέπεις ποτέ. Μόνο τα αισθάνεσαι γύρω σου, μέσα σου, να αλλάζουν θέσεις στα όργανά σου και τελικά να νομίζεις ότι πονάς στην κοιλιά ενώ έχει πρόβλημα η καρδιά σου. Υποψιάζεσαι το μπέρδεμα; Αργοπεθαίνεις χωρίς να το καταλάβεις. Εκείνη όμως τότε - τη θυμάσαι; - το είχε καταλάβει. Κι όλοι την έλεγαν τρελή και γύριζαν τις πλάτες. Μέχρι που έφυγε κι ησύχασε.

Εγώ που μένω εδώ ακόμη. Κάνω βόλτες πάνω στα λιωμένα κάτω μου άκρα κι ελπίζω να σε πετύχω σε καμια γωνία όλως τυχαίως. Σφίγγω και τα δόντια μηπως και πραγματοποιηθεί πιο εύκολα η ευχή. Σε συναντάω λοιπόν και δυσκολεύεσαι να με αναγνωρίσεις. Κι όταν σου δείχνω το σημάδι στον ώμο χαμογελάς και μου ψιθυρίζεις "άλλαξες". Κι εγώ προσπαθώ να κρύψω τη χαρά μου (γιατί χαρά, άραγε;) κρατώντας την ανάσα μου και στρίβοντας τσιγάρο για να απασχολώ τα μάτια και τα χέρια μου. Μέχρι να επιστρέψω στο μέρος μου και να βγάλω τις μπογιές από πάνω μου. Ρε ποιον κοροιδεύω;

Δες με ξανά. Αυτό είμαι. Μόνο αυτό.



Το ρισκάρω κι αφήνω τρύπες ανοιχτές. Ας μπει ό,τι θέλει κι ας βγει ό,τι δεν αντέχει. Ή ας αναλάβει άλλος τον ρόλο του φύλακα. Βαριέμαι.


(Δαγκώνει η κυνικότητα. Κι εγώ τι θες να κάνω;)

13 Μαρτίου 2008

Ανοίγω και μπαίνεις


Μπήκε ο Μάρτης κι εγώ εξακολουθούσα να φλερτάρω με τα βαριά εικοσιτετράωρα του χειμώνα. Δεν το αρνούμαι, τον αγαπώ αλλά μη ρωτήσεις γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί είμαι δική του. Δοσμένη στις κρύες νύχτες του, τους καυτούς καφέδες και τα χνώτα που βγαίνουν από τα στόματα.
Κι όμως, ξαφνικά κοιμάσαι χωρίς να κρυώνεις. Μην σε ξεγελά η άνοιξη που τώρα δα σκούπισε τα πόδια της στο πατάκι και μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Όχι. Εκείνη δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι. Κι εδώ που τα λέμε, καμία εποχή δεν είναι ικανή να σου αλλάξει τη θερμοκρασία. Απολύτως καμία. Τεμπέλες οι εποχές. Το μόνο που κάνουν είναι να εναλλάσσονται.
Κυκλική πορεία (εποχών). Αέναη κίνηση για να βρεθείς και πάλι εκεί από όπου ξεκίνησες. Τίποτε δεν τελειώνει. Διαγράφει κύκλους μονάχα.

Και τα τρένα φεύγουν για να έρθουν ξανά κάποια στιγμή.

Οπότε στέκεσαι σε μια αποβάθρα ανάμεσα σε βαλίτσες και ταξιδευτές. Ακουμπάς το τσιγάρο σου στα χείλη και αφήνεις τη φλόγα του σπίρτου να φιλήσει την άκρη του. Κρατάς στα χέρια σου και περιεργάζεσαι ένα φύλλο χαρτί, ένα περιτύλιγμα σοκολάτας και μια ετικέτα - τι περίεργο! Και κάπου εκεί αφήνεις ελεύθερη τη σκέψη σου μέσα στον καπνό και τα φιλιά και σε βλέπεις. Σας βλέπεις. Σε μιαν άλλη άνοιξη, σε μιαν άλλη Πέμπτη με αέρα, σε ένα άλλο φόντο. Ντρέπεσαι και ίσως και να κοκκινίζεις που το κάνεις αλλά σου είναι αδύνατο να το σταματήσεις. Αν θέλει (και μπορεί) ας σταματήσει μόνο του.
Κι όταν καμιά φορά βυθίζομαι σε γυάλες πανικού και φουσκώνουν σαν κοιλιές που κρύβουν ζωή οι αλμυρές φοβίες μου, βάζω στο στόμα μου ένα μικρό κυβάκι ζάχαρης από εκείνα τα "εκλεκτά" που μου χάρισες και ξαναβάφομαι ανοιχτόχρωμη.
Αλήθεια, μου πάει...

15 Φεβρουαρίου 2008

Ένωση


Βλέπω στον ύπνο μου απονεκρωμένα μυαλά. Άχρηστα και σαπισμένα παλιοσίδερα με επικάλυψη σκουριάς. Φροϋδικές αναλύσεις βαριέμαι να κάνω γιατί είναι μάταιο.
Όσο μάταιο κι ανόητο είναι να περιμένεις με ανυπομονησία στη μια μεριά του δρόμου μέχρι να ανάψει πράσινο για να βρεθείς στην ακριβώς απέναντι. Γιατί εξάλλου μόνο τότε δικαιούσαι να περάσεις. Μόνο τότε σου επιτρέπουν. Μάταιο και να σφίγγω τη γροθιά μου επειδή βιάζομαι.
Φοβάμαι όμως το φανάρι που θα πεισμώσει και θα μείνει για πάντα του κόκκινο. Και θα στεκόμαστε ακίνητοι, υπνωτισμένοι και απόλυτα αδύναμοι πάνω στις σόλες των παπουτσιών μας, στα στενά, τσιμεντένια πεζοδρόμια που μας έφτιαξαν για να καμώνονται πως μας νοιάζονται και μας φροντίζουν. Να το πιστεύουμε κι εμείς. Και να μην βλέπουμε πόσο παράλογα βλακώδες είναι τελικά αυτό το σχέδιο ένωσης των απέναντι.


Θυμώνω αλλά μου περνάει. Ξέρεις γιατί; Γιατί μετά τα νεκρά μυαλά και τα φανάρια που αλλάζουν γκαρνταρόμπα και σε δελεάζουν με χρώματα βλέπω στον ύπνο μου ότι κρατιόμαστε σφιχτά από το χέρι και μη δίνοντας δεκάρα για τις άσπρες παράλληλες γραμμές και τα γελοία απαγορευτικά σήματα αποφασίζουμε να περάσουμε απέναντι. Και το κάνουμε. Γιατί τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο όσο θέλουμε να φοβόμαστε.

Μόνο, να χαρείς, μην με ξυπνάς θεωρώντας πως η δική σου παράσταση είναι η πραγματική. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, προσπάθησε να με καταλάβεις. Αρκεί.

Διαφορετικά μπορείς να συνεχίσεις να βλέπεις το έργο που διάλεξες και να βουτάς στα μονόχρωμα πάθη σου.

18 Ιανουαρίου 2008

Message in a bottle


Θέλω. Να μιλήσω.
Θέλω. Να αρπάξω με μανία το μέσα μου και να το πετάξω στα πόδια σου.
Να (εκ)βιάσω μέχρι τέλους τις λέξεις που μου ξεσκίζουν το στομάχι.
Διογκώνομαι από την αχρηστία.
Λίγο νερό ρε παιδιά.
Μου στάθηκε η αδυναμία στο λαιμό.

Θέλω θάλασσα.
Ψέματα.
Τη χρησιμοποιώ μόνο για να στέλνω μισοτελειωμένα μηνύματα.

6 Ιανουαρίου 2008

Πρωινό μεσημεριού


Πιέζομαι να βρω κάτι να περιμένω. Αν δεν το βρω πουθενά θα το πλάσω εγώ η ίδια. Τι κακό έχουν οι φαντασίες; Μόνο φαντάσματα μη γίνουν. Εσύ κράτα το. Εγώ δεν μπόρεσα. Ίσως..όταν..
Αφήνω τα δευτερόλεπτα να μου φιλούν τα δάχτυλα και να γλιστρούν αθόρυβα για το πεπερασμένο. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Το χρόνο μια μόνο φορά προσπάθησα να τον σταματήσω και μου την έσκασε. Έκανε μια μικρή στάση κι ύστερα αύξησε ταχύτητα και με νίκησε. Ας κάνει ό,τι θέλει..
Ελέγχω τα παντζούρια. Ανοιχτά. Ποια η διαφορά; Φως ποτέ δεν μπαίνει εδώ μέσα. Έτυχε να διαλέξω το δωμάτιο τότε που είχα τσακωθεί με τον ήλιο. Ζήλευε που έβγαινα στο μπαλκόνι μόνο τη νύχτα και ξαγρυπνούσα για 'κείνη και δεν μου ξαναμίλησε. Τι καλά θα ήταν όμως να τρύπωνε μια στάλα φως, μόνο για σήμερα τουλάχιστον. Να με σηκώσει όρθια και να μου φιλήσει το πρόσωπο. Εγώ θα της χάριζα ολόκληρη την Κυριακή μου. Κι εκείνη θα ομόρφαινε...

Αναζητώντας το λάθος. Πως το αναγνωρίζω; Φωτίζεται προειδοποιητική πινακίδα; Χτυπάει καμπανάκι; Ποτέ δεν κατάλαβα. Δεν υπήρξα ούτε μια στιγμή ικανή να διαχωρίσω. Ούτε εκ των υστέρων. Ανακυκλώνομαι. Επαναλαμβάνω. Βάζω το ίδιο κομμάτι στο repeat. Βλέπω την ίδια ταινία αμέτρητες φορές, μέχρι να φτάσω σε σημείο να μπορώ να βιώνω με λεπτομέρειες κάθε σκηνή της πριν καν ξεκινήσει. Ανάλωση.

Κι εσύ που νομίζεις ότι με ξέρεις, τίποτα δεν έχεις καταλάβει. Φταις κι εσύ. Αλλά παραπάνω δεν θα πω. Μας έφαγαν τα λόγια. Τους δώσαμε θάρρος, κατάλαβες;
Κουράστηκα να μπαλώνω τις τρύπες τους...
Τώρα έλα και ελευθέρωσέ μου τα χέρια και ψιθύρισέ μου "δε χρειάζεται".
Κι άσε με να βγω έξω με σκισμένο τζιν και ανακατεμένα μαλλιά.

'Αλλες δυο ώρες. Το υπόσχομαι.

22 Δεκεμβρίου 2007

Δεν έχει



Καταλαβαίνεις τώρα γιατί είναι ανόητοι οι άνθρωποι;
Εκνευριστικά ανόητοι.
Σιωπούν εκεί που πρέπει να μιλήσουν και αραδιάζουν λέξεις ποτισμένες με αχρηστία όταν η παύση ψάχνει χαραμάδα να περάσει.
Και ξεχνούν. Γαμώτο, πόσο εύκολα ξεχνούν!
Φοβάσαι να εμπιστευθείς τα όσα ακούς γιατί υποθέτεις ότι σύντομα κανείς δεν θα θυμάται.
Θέλω να μάθω να σκληραίνω. Κι ούτε μπροστά σου να μαλακώνω. Άκαμπτο, ακίνητο σώμα που θα λυγίζει μονάχα στον ήχο των άσπρων και των μαύρων.
Χμ. Συνηθίζω στο κρύο. Κατεβάζω θερμοκρασίες, ταυτίζομαι με τα μείον.
Τι τεράστια ψευδαίσθηση που είσαι!

Χθες ζήλεψα ένα κατεβατό από αφελείς, παιδικές ερωτήσεις μέσα σε εκείνο το παραγεμισμένο με σοβαροφάνεια αστικό. Ύστερα απέφευγα να κοιτάξω το τζάμι όταν ο ήλιος κρυβόταν πίσω από κάποια από τις κακόγουστες πολυκατοικίες της γραμμής. Κι η διαδρομή ατέλειωτη.

Κουράζομαι. Ψάχνω την ανάσα μου κάτω από λίστες "to do" και "don't forget". Κι αυτό το φερμουάρ, με πνίγει. Δεν μπορώ να το κουμπώνω μέχρι επάνω, το είπα και σε σένα.
Θέλω να πιω τον καφέ μου στο μπαλκόνι και να δακρύζουν τα μάτια μου (από το κρύο;). Να κρεμάσω και τα πόδια στα κάγκελα, όπως έκανα μικρή και να βάλω τα "αγαπώ" μου σε σειρά. Το καθένα στη δική του θέση, με αρκετό χώρο για να βολεύονται. Κι εσύ θα έχεις τη θέση σου αλλά εσένα δεν θα σε βγάζω έξω. Σπάνια. Πολύ σπάνια. Γιατί όσο σε κακομαθαίνω παίρνεις θάρρος κι ύστερα θες να πατήσεις πάνω μου.

Όσοι δεν έφυγαν ακόμη, θα φύγουν. Το έχω μάθει πια.
Αλλά εγώ πρέπει να χαμογελάσω. Για τα λαμπιόνια στα δέντρα και τις στολισμένες βιτρίνες!
Τι ανόητοι που είμαστε!

3 Δεκεμβρίου 2007

Μηδέν


Δεν ξέρω να περπατάω. Δεν ξέρω να κοιμάμαι, να τρώω και κυρίως, να (ή, με έναν απλό αναγραμματισμό, αν) αισθάνομαι. Δεν ξέρω αν οι έννοιες που δίνω εγώ στις λέξεις συμπίπτουν με τη δική σου ή τη δική σου.
-Πονάς εδώ;
-Χμ..
-Λέγε, λοιπόν. Πονάς;
Βιάζεται. Και γιατί δεν συζητάμε πρώτα τι πάει να πει «πόνος», γιατρέ μου; Γιατί να θεωρείται δεδομένο;
-Πονάω. (αν ήθελα να ήμουν ακριβής θα έπρεπε να πω: «αυτό που νιώθω, αν το ένιωθες εσύ υποψιάζομαι ότι θα το ονόμαζες πόνο»)
-Εδώ;
-Κι εδώ.
-Από πότε;
-Από πότε πονάω ή από πότε αισθάνομαι έτσι; (αυτό μου ξέφυγε)
-Από πότε αισθάνεσαι πόνο
-Από τότε που με θυμάμαι αισθάνομαι έτσι.
-Και γιατί δεν πήγες νωρίτερα σε έναν ειδικό;
-Και από πού να ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό;

Ότι είναι εύκολο για σένα, εμένα μου φαίνεται βουνό. Μην μου βάζεις εύκολα. Θα χάσω.
Ρώτα με για τη μυρωδιά σου.
Και σα να μη μεγάλωσα ποτέ, ακόμη εύχομαι να μπορούσα να αποθηκεύω τις μυρωδιές σε ένα τόσο δα μπουκαλάκι. Να τραβάω προσεκτικά το πώμα και να εισπνέω δυνατά, γεμίζοντας από πάνω μέχρι κάτω τα πνευμόνια μου, όλο το μέσα μου, όταν έξω λείπεις.
Μ’αρέσει να απλώνω τα ρούχα πάνω στα καυτά σώματα και να ξυπνάω με τη μυρωδιά του φρεσκοπλυμένου σε όλο το σπίτι. Μ’ αρέσει κι η βαριά μυρωδιά των κιτρινισμένων βιβλίων που κουβαλάνε πολλές δεκαετίες στα οπισθόφυλλά τους.
Μ' αρέσει να μιλώ για ό,τι αγαπώ.
Πήγα κι έκοψα τα μαλλιά μου. Όχι πολύ. Εκεί, λίγο στις άκρες. Θέλω να μάθω να μην φοβάμαι το χρόνο. Όχι αυτόν που κυλάει και σου αφήνει άσπρες τρίχες στο κεφάλι, έτσι γενικά κι αόριστα. Αυτόν που φεύγει μέσα από τα δάχτυλά σου σαν άμμος, ενώ εσύ κοιτάς γαλαξίες ώρες ολόκληρες.
Ξεφεύγω. Για τη λέξη "δίνω" ήθελα να γράψω. Γιατί φαίνεται πως έχω βρει δική μου ερμηνεία, παντελώς άσχετη με την κοινή. Εκτός κι αν πολύ πιο απλά διαφέρει μόνο η αντιμετώπιση-αντίδραση απέναντί της, οπότε μπερδεύω τα πράγματα χωρίς λόγο..

Σήμερα έγραψα μια μελωδία για σένα. Αγόρασα κι ένα στρόγυλλο μικρό κουτί και, αφού την έβαλα μέσα, το άφησα στη μέση του δωματίου σου. Και γελούσα, γελούσα. Μέχρι που με έβλεπα στο τζάμι απέναντι με πλεγμένα κοτσιδάκια μέχρι τους ώμους, να χτυπώ τα μικροσκοπικά μου χέρια μεταξύ τους, χοροπηδώντας πάνω στα ξυπόλυτα πόδια μου. Και περίμενα, περίμενα..τρέμωντας από ενθουσιασμό. Κι εσύ, ήρθες, ούτε ξέρω αν το είδες. Γιατί το προσπέρασες, σα να μη σε νοιάζει. Σα να μην έβλεπες ούτε εμένα που γελούσα, γελούσα. Όταν όμως ξανακοίταξα στο τζάμι δεν είχε μείνει τίποτα από το προηγούμενο είδωλο. Μόνο μια εξαντλημένη φιγούρα με άδεια χέρια και χείλη σφραγισμένα. Α, ξέχασα τα καλυμμένα πόδια της. Φαίνεται κρύωνε (και φοβόταν) πολύ για να τα αφήσει έκθετα.

Θα ήθελα να κλείσω τα παντζούρια απόψε. Εγώ, που πάντα άχρηστα τα θεωρούσα ("και γιατί να μην μπαίνει ο ήλιος το πρωί; Γιατί να μην σε ξυπνήσει;"). Να κλείσω και τα τηλέφωνα, να κλειδώσω τις πόρτες και να βάλω τα βιολιά να παίζουν. Για να μην μπω στον πειρασμό. Να μην δώσω εκεί που δεν θα βρεθεί κανείς να πάρει.
Αλλά αυτά μέχρι να ξυπνήσω. Μέχρι να θυμηθώ ότι η μισή ζωή μου είναι αυτό το "δίνω".
Κι εσύ κάνε ό,τι θες.
Μόνο μην πεις πως δεν σου το'πα.

8 Νοεμβρίου 2007

I 'm only sleeping


Έσκυψε και σήκωσε το μικρό, μακρόστενο κουτάκι με τα σπίρτα που γλύστρισε στο πάτωμα από δική της απροσεξία. Ασυναίσθητα άρχισε να μετράει τα δάχτυλα των χεριών της. Είναι 10;
Περίεργο...

Άνοιξε το κουτί και έκανε το ίδιο με τα σπίρτα. Λιγότερο από πέντε. Τα υπόλοιπα, καμμένα στην κεφαλή, πεθαίνουν στο τασάκι. Τουλάχιστον είναι όλα μαζί...

Το μπουκάλι πάνω στο τραπέζι έχει τη στάθμη του λίγο πιο κάτω απ' το μισό. Τρία ποτήρια παραδίπλα για να πίνει μια γουλιά από το καθένα. Αυτό το τελευταίο, απλά δική της παραξενιά.

Άνοιξε το στόμα της κι ελευθέρωσε τη λέξη "κοριτσάκι" που την καταπίεζε αρκετή ώρα. Υπόλειμμα μιας σχεδόν άοσμης πια ανάμνησης που, όπως τα κατοικίδια, βγήκε να πάρει αέρα, πάντα δεμένη από το λουρί. Που να φανταστεί η αφεντικίνα της ότι κατά τη διάρκεια της επιστροφής θα σφηνωθεί σε μια γωνιά του μπροστινού μέρους του μυαλού της και θα αρνείται πεισματικά να το κουνήσει.. Δηλαδή, για να είμαστε ακριβείς, να το φανταστεί μπορούσε και μάλιστα το έβρισκε και λογικό. Ήλπιζε, όμως, ότι θα κατάφερνε να την κουμαντάρει.

Δύο κόκκινες σιδερένιες καρέκλες λιάζονται στο μπαλκόνι και γλείφουν σαν τις γάτες τη σκουριά από πάνω τους. Δύο. Όχι μία.
Δεν μπορεί να κοιμάται. Βλέπει χρώμα. Δαγκώνει το γόνατό της και νιώθει πόνο. Πως είναι δυνατόν;

Περνάνε ώρες. Μέρες. Το βλέπει στο ρολόι πάνω στον τοίχο, εκείνο με τους λυγισμένους λεπτοδείκτες και τους ξεφτισμένους αριθμούς. Το βλέπει και στα δάκτυλα της σκόνης πάνω στο ξύλινο μπαούλο που φυλάει τα φεγγάρια της συλλογής της.
Αν τη ρωτούσες όμως, ούτε που θα ήξερε να σου πει πόσες νύχτες έμεινε κολλημένη στην σκουροπράσινη πολυθρόνα της παίζοντας με μια τούφα των μαλλιών της και μασουλώντας (ξηρούς) καρπούς αν-αισθησίας, ενώ το alter ego της λικνιζόταν δήθεν ευτυχισμένο κάπου έξω στην πόλη, ανάμεσα σε ακέφαλα σώματα και μυρωδιά από καπνό.




Κοίτα την τώρα! Το κοριτσάκι γελάει υστερικά μέσα σε γκρι νεκρούς τοίχους. Τρέμει κι ο μισοτελειωμένος καφές μες στο φλυτζάνι σε μια ύστατη προσπάθεια να συμπαρασύρει το Χρόνο. Τη Ζωή, που ξέμεινε στη πίσω αποθήκη να πλέκει πουλόβερ για το κρύο, μήπως και προλάβει το χειμώνα.



Ήταν μόλις χθες - ή προχθές; - που έφτιαχνε ανθρωπάκια από πηλό μέχρι να πετύχει τη σωστή μορφή. Ύστερα τα έκλεινε σε ένα γυάλινο δοχείο για να τα προστατεύσει και τους μιλούσε. Έβλεπε ότι κι εκείνα κουνούσαν το στόμα τους αλλά μόνο να φανταστεί ήταν σε θέση τι ακριβώς μπορεί να εννοούσαν.


Όλη η ζωή (ολόκληρη η μισή ζωή της) ένα γυάλινο δοχείο. Αστείο ε;



Άραγε οι σκέψεις, οι ιδέες, οι επιθυμίες, οι αναμνήσεις... είναι πραγματικότητα;
Κι όταν ζεις μέσα σε αυτές, δεν ζουν κι αυτές μαζί σου;
Άρα πες μου εσύ τι πάει να πει υπαρκτό και ανύπαρκτο. Εξήγησέ μου τη διαφορά. Δείξε μου τα όρια και ίσως σε πιστέψω.

29 Οκτωβρίου 2007

Monday in blue(s)


Δευτέρα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, πια.

Με το που άγγιξα το πόδι μου στην άσφαλτο, μπροστά από τα τρύπια "έβερεστ" του δρόμου, προσγειώθηκε στο πρόσωπό μου μια από τις πρώτες σταγόνες βροχής.
Έκαιγε. Τη μίσησα κατευθείαν.
Το ψιλόβροχο που με συνόδευσε ως την πόρτα του σπιτιού μου δυνάμωσε απότομα τη στιγμή που εκείνη έκλεισε.
Και τότε ήταν που, αν και κατά τα φαινόμενα και τη λογική ήμουν προστατευμένη, ένιωσα να στάζω από παντού.

Πάλι δεν μπόρεσα να το αποφύγω.

Στο κεφάλι μου, πανηγύρι.
Πετάγομαι από τη μια σκέψη στην άλλη.
Πειράζει να μην τις γράψω με τη σειρά?
Αδύνατον να συγκεντρωθώ.


..........................................................................


Ξαναπαίζω το παιχνίδι με τις λέξεις. Από μικρή, έδινα ένα χρώμα στην καθεμια. Τότε αφελέστατα πίστευα ότι τη Δευτέρα τη βλέπω πράσινη γιατί, όντως, ΕΙΝΑΙ πράσινη. Μετά διαπίστωσα ότι υπάρχει μεν μια σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ λέξης και χρώματος, που βασίζεται όμως σε προσωπικές εικόνες και εμπειρίες.
Πολλές από αυτές τις αντιστοιχίες, ακριβώς επειδή τις δημιούργησα πολλά χρόνια πριν, δεν θυμάμαι πως προέκυψαν. Η απάντηση βέβαια μου έρχεται αυτόματα, λες και την αποστήθισα.
Σκεφτόμουν τη λέξη "επιστροφή" και το κίτρινο χρώμα που της έδωσα.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έβρισκα παντα το κίτρινο μελαγχολικό χρώμα. Δεν το σιχαινόμουνα, όπως το ροζ. Απλά στη θέα του ή στη σκέψη του ένιωθα δυσφορία.
Και, βάζοντάς τα κάτω, νομίζω ότι μόλις περιέγραψα εν συντομία πως νιώθω μπροστά στην έννοια της λέξης "επιστροφή".

Κίτρινη επιστροφή, λοιπόν.


.............................................................


Στέκομαι τώρα καμια ώρα και κοιτάω το ταβάνι.
Δεν με εμπνέει τίποτε άλλο γύρω μου. Μια κακή στιγμή είναι, αλήθεια. Αλλά η βροχή σταμάτησε κι όμως εκείνη ακόμη αναπνέει στο λαιμό μου.





(Δεν προλαβαίνω ποτέ! Δεν προλαβαίνω να το χορτάσω. Δεν προλαβαίνω να μιλήσω.
Και σκάει σαν φούσκα!)


.....................................................................



Όχι άλλο. Τέλος.

Βυθισμένη σε μια πράσινη Δευτέρα, έπειτα από μια κίτρινη επιστροφή, με μαύρους κύκλους στο πρόσωπο και με μια κατακόκκινη εικόνα στο μυαλό μου με σηκώνω από τους ώμους για τα καφέ "πρέπει" της υπόλοιπης ημέρας που από χθες και για κάμποσο καιρό ακόμη θα αποσύρεται πιο γρήγορα στα δώματά της, ενώ η νύχτα θα ξυπνάει μια ώρα πιο νωρίς...

13 Οκτωβρίου 2007

Ελλειπτική τροχιά



Κάτω από τη μύτη σου βρίσκεται, γαμώτο!
Πως δεν το βλέπεις..;

Αυτό το περιορισμένο πεδίο όρασης...φοβάμαι έχει αρχίσει να σου γίνεται συνήθεια.
Μα άλλο τρόπο εγώ δεν έχω.
Η φαντασία κι οι δυνάμεις λύγισαν.
Η αναμαλλιασμένη σκέψη μου κι η ξεφτισμένη λογική μου γίνονται αλυσίδες και σφίγγουν τα χέρια μου ώσπου να τα λιώσουν εντελώς.

Κι ύστερα οι λέξεις φυλακίζονται και υψώνονται εις τον κύβο, διογκωμένες από την αχρηστία.


Πόσες ανολοκλήρωτες παρτίδες!




Αν έπαυες, τουλάχιστον, να χρησιμοποιείς την πίσω πόρτα;

18 Σεπτεμβρίου 2007

Κρύβω και κρύβομαι


Τι ανοησία να μην λες αυτό που θες!
Τι δειλία!
Τα Α γίνονται Β και τα Ω στέλνονται σε εξορία, λόγω ασυμβίβαστου με το καινούριο αλφάβητο.
Κάμπτονται οι λέξεις κι αλλάζουν σχήμα, χρώμα, μυρωδιά. Σχηματίζουν ασπίδες προστασίας και μάσκες - καμουφλάζ για να χωρίζονται τα μέσα με τα έξω.
Χάσμα βαθύ ανάμεσα στις επιθυμίες και τις δηλώσεις, ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο καθρέφτης σου κι αυτό που σερβίρεις εσύ στους κόσμους σου προσδοκώντας χαμόγελα και πουρμπουάρ ή έστω έναν βασικό μισθό για να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Κι οι κινήσεις σου παίρνουν σειρά. Ακολουθούν τις λέξεις και προσαρμόζονται στα νοήματά τους. Πατούν στα χνάρια που ζωγράφισαν εκείνες και βολεύονται στις γωνίες που μυρίζουν μπλάνκο και μελάνι. Στην αρχή κλοτσάνε απαιτώντας την αυτονομία τους και το παίζουν «επιτηδευμένες». Ύστερα συνηθίζουν. Γίνονται Εσύ και Σε χαρακτηρίζουν.
Κι ο καθρέφτης πια, θέλει χρόνο για να σε θυμηθεί. Κάθε φορά σουφρώνει τα φρύδια από απορία και γουρλώνει τα μάτια για να σε κοιτάξει καλύτερα.
Θα με πεις υπερβολική?
Τότε κι εγώ θα σε ξαναρωτήσω για τα ρούχα που φοράς στην προσπάθειά σου να καλύψεις τη γύμνια σου..

Άσε μωρέ. Μην ακούς. Πήγαινε να παίξεις.
Κι αν τα δάκτυλά σου είναι απασχολημένα με το να τρίβονται μεταξύ τους με ευχαρίστηση, αφού μπόρεσες να ξεγελάσεις τους πάντες, σου δανείζω το δικό μου.
Κι εσύ κρύψου πίσω του.

Είμαι ανόητη.
Και δειλή.
Και το ότι είσαι κι εσύ μαζί με μένα, δεν με ανακουφίζει στο παραμικρό.


Τουλάχιστον, μας έμειναν τα μάτια για να αντικαθιστούν τις λέξεις τις αδύναμες.

11 Σεπτεμβρίου 2007

Τίτλος;


Πάλι αυτό το σφίξιμο στο στομάχι. Ξύπνησα πολύ πρωί, με (από) την ενόχληση σε όλο μου το σώμα. Ή μήπως κοιμήθηκα με αυτή;
(Κοιμήθηκα; Να ξεγελάσω ακόμη κι εμένα; Όχι. Πάλι όχι. Αλλά δεν το χρειάζομαι. Δεν μου λείπει ακόμη)

Μια ψυχή πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε βόρεια. Τέλος εποχής.
Και το ξύλινο πάτωμα τρίζει από μόνο του, μήπως κι αναπληρώσει το κενό. Πολλά τα κενά, πως αναπληρώνονται όλα μαζί;

Μα, είμαι καλά. Δείχνω καλά. Τι στο διάολο θέλει αυτή γκριζωπή σκιά στο πρόσωπό μου; Αρπάζω σύνεργα, να την καλύψω. Βαριέμαι τις επεξηγήσεις από εδώ κι από εκεί. Ακόμη και τις ψεύτικες. Κι εσύ που θα ρωτήσεις, από συνήθεια θα το κάνεις. Ευχαριστώ, αλλά προτιμώ την ησυχία μου, αν δεν σε πειράζει. Είναι βολικό και για σένα, άλλωστε.

Βάζω καυτό καφέ στην κούπα κι ανοίγω το βιβλίο. Δεν έχω καμία όρεξη για αστικές αηδίες, σωματεία και ιδρύματα και μου έρχεται να ουρλιάξω όσο σκέφτομαι ότι πρέπει να συγκεντρωθώ εδώ και να απομακρύνω βίαια το μυαλό μου από εκεί κάτω, μακριά, που τόλμησε να ξαποστάσει. Το σιχαίνομαι.

Σήμερα δεν θέλω κανέναν. 

26 Αυγούστου 2007

Για αρχή..
























Μου δίνετε, παρακαλώ, πίσω την ανωνυμία μου;
Ορίστε. Σας επιστρέφω τα ονόματα και τις ταμπέλες.
Δεν τα θέλω πια. Με βάρυναν.
Θέλω να ξαναγίνω ο "κανένας".
Θέλω να αρχίσω απο το 0, να γευτώ το σκοτάδι, όπως τότε.

Κι αν συχνά μεταξύ των οικείων η λύτρωση δεν βρίσκει σχισμή να δραπετεύσει, ας με ζωγραφίσω "άγνωστη" κι ας περιπλανηθώ ανάμεσα σε αγνώστους, ξεβράζοντας εδώ μέσα ό,τι μου περισσεύει και μου καταπονεί τους ώμους..