22 Δεκεμβρίου 2007

Δεν έχει



Καταλαβαίνεις τώρα γιατί είναι ανόητοι οι άνθρωποι;
Εκνευριστικά ανόητοι.
Σιωπούν εκεί που πρέπει να μιλήσουν και αραδιάζουν λέξεις ποτισμένες με αχρηστία όταν η παύση ψάχνει χαραμάδα να περάσει.
Και ξεχνούν. Γαμώτο, πόσο εύκολα ξεχνούν!
Φοβάσαι να εμπιστευθείς τα όσα ακούς γιατί υποθέτεις ότι σύντομα κανείς δεν θα θυμάται.
Θέλω να μάθω να σκληραίνω. Κι ούτε μπροστά σου να μαλακώνω. Άκαμπτο, ακίνητο σώμα που θα λυγίζει μονάχα στον ήχο των άσπρων και των μαύρων.
Χμ. Συνηθίζω στο κρύο. Κατεβάζω θερμοκρασίες, ταυτίζομαι με τα μείον.
Τι τεράστια ψευδαίσθηση που είσαι!

Χθες ζήλεψα ένα κατεβατό από αφελείς, παιδικές ερωτήσεις μέσα σε εκείνο το παραγεμισμένο με σοβαροφάνεια αστικό. Ύστερα απέφευγα να κοιτάξω το τζάμι όταν ο ήλιος κρυβόταν πίσω από κάποια από τις κακόγουστες πολυκατοικίες της γραμμής. Κι η διαδρομή ατέλειωτη.

Κουράζομαι. Ψάχνω την ανάσα μου κάτω από λίστες "to do" και "don't forget". Κι αυτό το φερμουάρ, με πνίγει. Δεν μπορώ να το κουμπώνω μέχρι επάνω, το είπα και σε σένα.
Θέλω να πιω τον καφέ μου στο μπαλκόνι και να δακρύζουν τα μάτια μου (από το κρύο;). Να κρεμάσω και τα πόδια στα κάγκελα, όπως έκανα μικρή και να βάλω τα "αγαπώ" μου σε σειρά. Το καθένα στη δική του θέση, με αρκετό χώρο για να βολεύονται. Κι εσύ θα έχεις τη θέση σου αλλά εσένα δεν θα σε βγάζω έξω. Σπάνια. Πολύ σπάνια. Γιατί όσο σε κακομαθαίνω παίρνεις θάρρος κι ύστερα θες να πατήσεις πάνω μου.

Όσοι δεν έφυγαν ακόμη, θα φύγουν. Το έχω μάθει πια.
Αλλά εγώ πρέπει να χαμογελάσω. Για τα λαμπιόνια στα δέντρα και τις στολισμένες βιτρίνες!
Τι ανόητοι που είμαστε!

3 Δεκεμβρίου 2007

Μηδέν


Δεν ξέρω να περπατάω. Δεν ξέρω να κοιμάμαι, να τρώω και κυρίως, να (ή, με έναν απλό αναγραμματισμό, αν) αισθάνομαι. Δεν ξέρω αν οι έννοιες που δίνω εγώ στις λέξεις συμπίπτουν με τη δική σου ή τη δική σου.
-Πονάς εδώ;
-Χμ..
-Λέγε, λοιπόν. Πονάς;
Βιάζεται. Και γιατί δεν συζητάμε πρώτα τι πάει να πει «πόνος», γιατρέ μου; Γιατί να θεωρείται δεδομένο;
-Πονάω. (αν ήθελα να ήμουν ακριβής θα έπρεπε να πω: «αυτό που νιώθω, αν το ένιωθες εσύ υποψιάζομαι ότι θα το ονόμαζες πόνο»)
-Εδώ;
-Κι εδώ.
-Από πότε;
-Από πότε πονάω ή από πότε αισθάνομαι έτσι; (αυτό μου ξέφυγε)
-Από πότε αισθάνεσαι πόνο
-Από τότε που με θυμάμαι αισθάνομαι έτσι.
-Και γιατί δεν πήγες νωρίτερα σε έναν ειδικό;
-Και από πού να ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό;

Ότι είναι εύκολο για σένα, εμένα μου φαίνεται βουνό. Μην μου βάζεις εύκολα. Θα χάσω.
Ρώτα με για τη μυρωδιά σου.
Και σα να μη μεγάλωσα ποτέ, ακόμη εύχομαι να μπορούσα να αποθηκεύω τις μυρωδιές σε ένα τόσο δα μπουκαλάκι. Να τραβάω προσεκτικά το πώμα και να εισπνέω δυνατά, γεμίζοντας από πάνω μέχρι κάτω τα πνευμόνια μου, όλο το μέσα μου, όταν έξω λείπεις.
Μ’αρέσει να απλώνω τα ρούχα πάνω στα καυτά σώματα και να ξυπνάω με τη μυρωδιά του φρεσκοπλυμένου σε όλο το σπίτι. Μ’ αρέσει κι η βαριά μυρωδιά των κιτρινισμένων βιβλίων που κουβαλάνε πολλές δεκαετίες στα οπισθόφυλλά τους.
Μ' αρέσει να μιλώ για ό,τι αγαπώ.
Πήγα κι έκοψα τα μαλλιά μου. Όχι πολύ. Εκεί, λίγο στις άκρες. Θέλω να μάθω να μην φοβάμαι το χρόνο. Όχι αυτόν που κυλάει και σου αφήνει άσπρες τρίχες στο κεφάλι, έτσι γενικά κι αόριστα. Αυτόν που φεύγει μέσα από τα δάχτυλά σου σαν άμμος, ενώ εσύ κοιτάς γαλαξίες ώρες ολόκληρες.
Ξεφεύγω. Για τη λέξη "δίνω" ήθελα να γράψω. Γιατί φαίνεται πως έχω βρει δική μου ερμηνεία, παντελώς άσχετη με την κοινή. Εκτός κι αν πολύ πιο απλά διαφέρει μόνο η αντιμετώπιση-αντίδραση απέναντί της, οπότε μπερδεύω τα πράγματα χωρίς λόγο..

Σήμερα έγραψα μια μελωδία για σένα. Αγόρασα κι ένα στρόγυλλο μικρό κουτί και, αφού την έβαλα μέσα, το άφησα στη μέση του δωματίου σου. Και γελούσα, γελούσα. Μέχρι που με έβλεπα στο τζάμι απέναντι με πλεγμένα κοτσιδάκια μέχρι τους ώμους, να χτυπώ τα μικροσκοπικά μου χέρια μεταξύ τους, χοροπηδώντας πάνω στα ξυπόλυτα πόδια μου. Και περίμενα, περίμενα..τρέμωντας από ενθουσιασμό. Κι εσύ, ήρθες, ούτε ξέρω αν το είδες. Γιατί το προσπέρασες, σα να μη σε νοιάζει. Σα να μην έβλεπες ούτε εμένα που γελούσα, γελούσα. Όταν όμως ξανακοίταξα στο τζάμι δεν είχε μείνει τίποτα από το προηγούμενο είδωλο. Μόνο μια εξαντλημένη φιγούρα με άδεια χέρια και χείλη σφραγισμένα. Α, ξέχασα τα καλυμμένα πόδια της. Φαίνεται κρύωνε (και φοβόταν) πολύ για να τα αφήσει έκθετα.

Θα ήθελα να κλείσω τα παντζούρια απόψε. Εγώ, που πάντα άχρηστα τα θεωρούσα ("και γιατί να μην μπαίνει ο ήλιος το πρωί; Γιατί να μην σε ξυπνήσει;"). Να κλείσω και τα τηλέφωνα, να κλειδώσω τις πόρτες και να βάλω τα βιολιά να παίζουν. Για να μην μπω στον πειρασμό. Να μην δώσω εκεί που δεν θα βρεθεί κανείς να πάρει.
Αλλά αυτά μέχρι να ξυπνήσω. Μέχρι να θυμηθώ ότι η μισή ζωή μου είναι αυτό το "δίνω".
Κι εσύ κάνε ό,τι θες.
Μόνο μην πεις πως δεν σου το'πα.