18 Σεπτεμβρίου 2007

Κρύβω και κρύβομαι


Τι ανοησία να μην λες αυτό που θες!
Τι δειλία!
Τα Α γίνονται Β και τα Ω στέλνονται σε εξορία, λόγω ασυμβίβαστου με το καινούριο αλφάβητο.
Κάμπτονται οι λέξεις κι αλλάζουν σχήμα, χρώμα, μυρωδιά. Σχηματίζουν ασπίδες προστασίας και μάσκες - καμουφλάζ για να χωρίζονται τα μέσα με τα έξω.
Χάσμα βαθύ ανάμεσα στις επιθυμίες και τις δηλώσεις, ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο καθρέφτης σου κι αυτό που σερβίρεις εσύ στους κόσμους σου προσδοκώντας χαμόγελα και πουρμπουάρ ή έστω έναν βασικό μισθό για να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Κι οι κινήσεις σου παίρνουν σειρά. Ακολουθούν τις λέξεις και προσαρμόζονται στα νοήματά τους. Πατούν στα χνάρια που ζωγράφισαν εκείνες και βολεύονται στις γωνίες που μυρίζουν μπλάνκο και μελάνι. Στην αρχή κλοτσάνε απαιτώντας την αυτονομία τους και το παίζουν «επιτηδευμένες». Ύστερα συνηθίζουν. Γίνονται Εσύ και Σε χαρακτηρίζουν.
Κι ο καθρέφτης πια, θέλει χρόνο για να σε θυμηθεί. Κάθε φορά σουφρώνει τα φρύδια από απορία και γουρλώνει τα μάτια για να σε κοιτάξει καλύτερα.
Θα με πεις υπερβολική?
Τότε κι εγώ θα σε ξαναρωτήσω για τα ρούχα που φοράς στην προσπάθειά σου να καλύψεις τη γύμνια σου..

Άσε μωρέ. Μην ακούς. Πήγαινε να παίξεις.
Κι αν τα δάκτυλά σου είναι απασχολημένα με το να τρίβονται μεταξύ τους με ευχαρίστηση, αφού μπόρεσες να ξεγελάσεις τους πάντες, σου δανείζω το δικό μου.
Κι εσύ κρύψου πίσω του.

Είμαι ανόητη.
Και δειλή.
Και το ότι είσαι κι εσύ μαζί με μένα, δεν με ανακουφίζει στο παραμικρό.


Τουλάχιστον, μας έμειναν τα μάτια για να αντικαθιστούν τις λέξεις τις αδύναμες.

11 Σεπτεμβρίου 2007

Τίτλος;


Πάλι αυτό το σφίξιμο στο στομάχι. Ξύπνησα πολύ πρωί, με (από) την ενόχληση σε όλο μου το σώμα. Ή μήπως κοιμήθηκα με αυτή;
(Κοιμήθηκα; Να ξεγελάσω ακόμη κι εμένα; Όχι. Πάλι όχι. Αλλά δεν το χρειάζομαι. Δεν μου λείπει ακόμη)

Μια ψυχή πήρε το αεροπλάνο κι έφυγε βόρεια. Τέλος εποχής.
Και το ξύλινο πάτωμα τρίζει από μόνο του, μήπως κι αναπληρώσει το κενό. Πολλά τα κενά, πως αναπληρώνονται όλα μαζί;

Μα, είμαι καλά. Δείχνω καλά. Τι στο διάολο θέλει αυτή γκριζωπή σκιά στο πρόσωπό μου; Αρπάζω σύνεργα, να την καλύψω. Βαριέμαι τις επεξηγήσεις από εδώ κι από εκεί. Ακόμη και τις ψεύτικες. Κι εσύ που θα ρωτήσεις, από συνήθεια θα το κάνεις. Ευχαριστώ, αλλά προτιμώ την ησυχία μου, αν δεν σε πειράζει. Είναι βολικό και για σένα, άλλωστε.

Βάζω καυτό καφέ στην κούπα κι ανοίγω το βιβλίο. Δεν έχω καμία όρεξη για αστικές αηδίες, σωματεία και ιδρύματα και μου έρχεται να ουρλιάξω όσο σκέφτομαι ότι πρέπει να συγκεντρωθώ εδώ και να απομακρύνω βίαια το μυαλό μου από εκεί κάτω, μακριά, που τόλμησε να ξαποστάσει. Το σιχαίνομαι.

Σήμερα δεν θέλω κανέναν.