Τι ανοησία να μην λες αυτό που θες!
Τι δειλία!
Τα Α γίνονται Β και τα Ω στέλνονται σε εξορία, λόγω ασυμβίβαστου με το καινούριο αλφάβητο.
Κάμπτονται οι λέξεις κι αλλάζουν σχήμα, χρώμα, μυρωδιά. Σχηματίζουν ασπίδες προστασίας και μάσκες - καμουφλάζ για να χωρίζονται τα μέσα με τα έξω.
Χάσμα βαθύ ανάμεσα στις επιθυμίες και τις δηλώσεις, ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο καθρέφτης σου κι αυτό που σερβίρεις εσύ στους κόσμους σου προσδοκώντας χαμόγελα και πουρμπουάρ ή έστω έναν βασικό μισθό για να σου εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Κι οι κινήσεις σου παίρνουν σειρά. Ακολουθούν τις λέξεις και προσαρμόζονται στα νοήματά τους. Πατούν στα χνάρια που ζωγράφισαν εκείνες και βολεύονται στις γωνίες που μυρίζουν μπλάνκο και μελάνι. Στην αρχή κλοτσάνε απαιτώντας την αυτονομία τους και το παίζουν «επιτηδευμένες». Ύστερα συνηθίζουν. Γίνονται Εσύ και Σε χαρακτηρίζουν.
Κι ο καθρέφτης πια, θέλει χρόνο για να σε θυμηθεί. Κάθε φορά σουφρώνει τα φρύδια από απορία και γουρλώνει τα μάτια για να σε κοιτάξει καλύτερα.
Θα με πεις υπερβολική?
Τότε κι εγώ θα σε ξαναρωτήσω για τα ρούχα που φοράς στην προσπάθειά σου να καλύψεις τη γύμνια σου..
Άσε μωρέ. Μην ακούς. Πήγαινε να παίξεις.
Κι αν τα δάκτυλά σου είναι απασχολημένα με το να τρίβονται μεταξύ τους με ευχαρίστηση, αφού μπόρεσες να ξεγελάσεις τους πάντες, σου δανείζω το δικό μου.
Κι εσύ κρύψου πίσω του.
Είμαι ανόητη.
Και δειλή.
Και το ότι είσαι κι εσύ μαζί με μένα, δεν με ανακουφίζει στο παραμικρό.
Τουλάχιστον, μας έμειναν τα μάτια για να αντικαθιστούν τις λέξεις τις αδύναμες.